Η απόφαση της Ιταλίας να αποχωρήσει χθες (06.12.23) από την πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» της Κίνας δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στα διεθνή πράγματα καθώς, κατά πως φαίνεται, δεν είναι απλά μία απόφαση της Τζόρτζια Μελόνι να καταστήσει την χωρα της από “κακό παιδί” της ΕΕ σε αξιόπιστο Ευρωπαίο εταίρο ξεκόβωντας από όλες τις “δυσάρεστες” σχέσεις της.
Η εν λόγω κίνηση της Ιταλίας απέναντι στην Κίνα (η οποία συνέπεσε με την ανταλλαγή “πυρών” μεταξύ Κομισιόν και Πεκίνου γύρω από το ζήτημα των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς την Κίνα) σηματοδοτεί μια ολοένα πιο διευρυμένη τάση στα δυτικά κράτη να κρατήσουν αποστάσεις από τη διεθνή αναπτυξιακή στρατηγική της κινεζικής υπερδύναμη αλλά και να “θωρακιστούν” πίσω από την προώθηση των ιδίων συμφεροντων, “σπάζοντας” από την κινεζική επιρροή.
Η Ιταλία δεν είναι η μόνη χώρα της Δύσης ή της Ευρώπης ειδικότερα η οποία συμμετείχε στην εν λόγω πρωτοβουλία της Κίνας, ωστόσο, ήταν η πλέον σημαίνουσα και μεταξύ των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών του κόσμου.
Αν και με διαφορετικό βαθμό συμμετοχής εκατοντάδες χώρες είναι μέλη της αναπτυξιακής πρωτοβουλίας της Κίνας, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα από το 2018. Η πλειοψηφία βέβαια αφορά σε κράτη της Αφρικής και της Ασίας που είναι και βασικό αντικείμενο της στρατηγικής επενδύσεων.
Υπενθυμίζεται πως η Μελόνι γνωστοποιησε αρχικα την συγκεκριμένη απόφαση καθόλου τυχαία στα πλαίσια της συνάντησής με τον Τζο Μπάιντεν το καλοκαίρι, ενώ την επισημοποίησε χθες.
Σε διεθνές επίπεδο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα το γεγονός πώς με αφορμή την έξαρση των γεωπολιτικών εντάσεων από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και μετά, ο κόσμος μοιάζει να πολώνεται με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς, επηρεάζοντας έτσι και τις σχέσεις της Κίνας με τον υπόλοιπο κόσμο, πλην της Ρωσίας και το συμμάχων της.
Η επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ είναι εν μέρει αποτοκο αυτής της συνθήκης, ενώ παράλληλα η ίδια η ΕΕ έχει “πατήσει το γκάζι” στις προσπάθειες απεξάρτησης από την κινεζική επιρροή, καθως η ήπειρος βρίσκεται εγκλωβισμένη πίσω από τις κρίσιμες τεχνολογικές ελλείψεις της αλλά και πίσω από την ανυπαρξία αυτάρκειας της σε στρατηγικές πρώτες ύλες.
Σε αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, η ευρωπαϊκή ένωση με μεγάλη ένταση πλέον αναπτύσσει προγράμματα όπως είναι το DG GROW για την προστασία των ευρωπαϊκών εφοδιαστικών αλυσίδων και της προμήθειας των κρίσιμων πρώτων υλών ενισχύοντας την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά σε βιώσιμο πλάνο.
Tην ίδια στιγμή η ΕΕ αναπτύσσει ανταγωνιστικά προγράμματα στο «Μία ζώνη, ένας δρόμος» για την προώθηση της διεθνούς επενδυτικής στρατηγικής της Ένωσης για την βιώσιμη ανάπτυξη στα αναπτυσσόμενα όπως το “εργαλείο” Global Gateway, το οποίο έχει ως στόχο να κινητοποιήσει επενδύσεις μέχρι και 300 δισ. ευρώ από το 2021 έως το 2027 και φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν πιο ελκυστικό επενδυτικό εταίρο για τις φτωχές χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου από την Κίνα, ερχόμενη σε απευθείας αντίθεση με την λεγόμενη πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος».
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι αν και κατά πόσον η εν εξελίξει αναδιαταξη των συνεργειών και συμμαχιών λόγω της όξυνσης των γεωπολιτικών εντάσεων μπορεί να οδηγήσει και σε νέες αποχωρήσεις μετά από αυτήν της Ιταλίας.
Ενδεικτικά σημειώνονται άλλες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου με συμμετοχή στην κινεζική πρωτοβουλία: Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Σλοβακία, Πολωνία, Τσεχία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Λουξεμβούργο.