Μπορεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να πέτυχε, μάλλον εύκολα, ένας ακόμη στόχο που είχε θέσει, ωστόσο αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει ότι ΔΝΤ θα αποχωρήσει από την Ελλάδα.
Το Ταμείο και η ελληνική πλευρά συμφώνησαν να υπάρξει μερική αποπληρωμή μέρους του δανεισμού, αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν θα σημάνει ότι οι ελεγκτές του ΔΝΤ που συμμετέχουν στην τρόικα δεν θα επισκέπτονται στην Ελλάδα και δεν θα είναι σύμβουλος των Ευρωπαίων.
Και αυτό θα συμβεί για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι τελικά, όπως ήταν και το αναμενόμενο, δεν θα γίνει ολοσχερής αποπληρωμή των δανείων, αλλά ενός μέρους αυτών. Κατά συνέπεια η σχέση δανειστή δανειζόμενου θα συνεχιστεί να υφίσταται. Το δεύτερο έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι για τους δικούς τους λόγους, θέλουν να παραμείνει το Ταμείο στην Ελλάδα. Θέλουν να υπάρχει αντίβαρο στις όποιες πολιτικές ντρίπλες επιχειρήσουν οι Βρυξέλλες.
Κατά συνέπεια το Ταμείο, μένει … φεύγοντας.
Σε ό,τι αφορά την κατάθεση του επίσημου αιτήματος από ελληνικής πλευράς στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για την πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου της Ελλάδας προς το ΔΝΤ, είναι μάλλον θέμα χρόνου.
Μετά τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ο υπουργός Οικονομικών απέσπασε τη θετική γνώμη και της επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στο πλαίσιο της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον. Από τη στιγμή που θα κατατεθεί το ελληνικό αίτημα επίσημα, θα χρειαστούν μερικές εβδομάδες για να ληφθεί η σχετική απόφαση καθώς θα πρέπει να ανάψει το πράσινο φως και από εθνικά κοινοβούλια χωρών της Ευρωζώνης όπως είναι η Γερμανία και η Ολλανδία.
Στο πλαίσιο της εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, η ελληνική πλευρά θα διαθέσει ποσό της τάξεως των 3,8-4 δισ. ευρώ για να αποπληρώσει τις δόσεις που λήγουν μέσα στο 2019 και στο 2020 και όχι για να καταβληθούν τις δόσεις που λήγουν από το 2022 έως το 2024 κάτι που θα ήταν και περισσότερο συμφέρον για την ελληνική πλευρά. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν θα αποπληρωθεί το πιο ακριβό κομμάτι του χρέους (το οποίο τοκίζεται με επιτόκιο 5,13%) αλλά το επιτοκιακό όφελος δεν θα επιτευχθεί για μια τετραετία (όπως θα συνέβαινε αν πληρώνονταν οι τελευταίες δόσεις) αλλά για 1-2 χρόνια.
Αυτή η «υποχώρηση» γίνεται προκειμένου το χρέος προς το ΔΝΤ να εξακολουθήσει να υπάρχει μέχρι τις αρχές του 2024 και να μην αποδυναμωθεί έτσι ο ρόλος του Ταμείου στην ομάδα των θεσμών. Σε ό,τι αφορά το θέμα του αφορολογήτου –για το οποίο το ΔΝΤ εμμένει στην ανάγκη να προχωρήσει η μείωσή του- η ελληνική πλευρά δεν πρόκειται να κάνει κάποια κίνηση σε αυτή τη φάση κάτι που σημαίνει ότι το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής θα κατατεθεί τον Μάιο με την πρόβλεψη ότι το αφορολόγητο θα μειωθεί κανονικά. Οι συζητήσεις για την αναστολή των φορολογικών μέτρων που έχουν ψηφιστεί για το 2020, θα ξεκινήσουν μέσα στο καλοκαίρι στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων για την κατάρτιση του προσχεδίου του προϋπολογισμού.