Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες μέρες για το αν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν τα 50 δις ευρώ μέσα στην προσεχή πενταετία από την «αξιοποίηση»,
κατά την κυβέρνηση, το «ξεπούλημα», κατά την αντιπολίτευση, της κινητής κι ακίνητης περιουσίας του ελληνικού δημοσίου.
Όπως κι αν αποκληθεί η ιδιωτικοποίηση αυτή είναι προφανές ότι θα περιλαμβάνει κυρίως διαδικασίες πώλησης περιουσίας σε ιδιώτες, έλληνες και ξένους. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Αυτό που είναι κακό είναι ότι είναι λίαν αμφίβολο αν υπάρχουν οι αγοραστές, που θα μπορούσαν να αγοράσουν σε εύλογο τίμημα δημόσια περιουσία. Κι ο λόγος είναι απλός. Για τους ίδιους λόγους, που δεν γίνονται άλλου είδους επενδύσεις στη χώρα μας, για τους ίδιους ακριβώς λόγους δεν πρόκειται να πετύχουμε να βρούμε αγοραστές. Δεν είναι μόνον ότι αυτή την στιγμή σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν άπειρες ευκαιρίες για επενδύσεις. Κι η Ελλάδα δεν είναι δα και τόσο μεγάλη ευκαιρία.
Αλλά επιπρόσθετα, ποιος θα έλθει στην πατρίδα μας για να επενδύσει όταν θα φοβάται τη διαφθορά και τη γραφειοκρατία του ελληνικού δημοσίου, που είναι πανταχού παρόν κι ανεπαρκές. Ποιος θα έλθει να επενδύσει στην ελληνική γη όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός φοβάται να μιλήσει για πώληση δημόσιας γης και ομιλεί για αξιοποίηση, που ουδείς επί της ουσίας την καταλαβαίνει. Ποιος θα φέρει τα χρήματα του στην Ελλάδα όταν θα έχει να αντιμετωπίσει τους κάθε είδους συνδικαλιστές, που αποκλείουν καθημερινά το κέντρο της Αθήνας, το ΠΑΜΕ, που αποκλείει κάθε είδους επιχείρηση, που δεν λειτουργεί με τα δικά του κριτήρια, το Κίνημα «δεν πληρώνω» του Αλέξη Τσίπρα και των δικών του.
Περισσότερες πιθανότητες έχει να κάνει πετυχημένη επένδυση στην Αίγυπτο, που τουλάχιστον έχει την ισχυρή παρουσία του στρατού, παρά στην Ελλάδα, όπου η κυβέρνηση είναι τόσο αδύναμη, που εδώ και δύο μήνες δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις απεργίες στο μετρό κι αυτούς, που αρνούνται να πληρώσουν το εισιτήριο του.
Πέραν όμως αυτού πρέπει να αναρωτηθούμε ακόμα κι αν αυτό καθίστατο εφικτό και πράγματι πετυχαίναμε να συγκεντρώσουμε μέσα στην επόμενη πενταετία τα περιβόητα 50 δις ευρώ, θα ήταν άραγε αυτά αρκετά για να αντιμετωπίσουμε το μείζον πρόβλημα της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας; Πολύ φοβόμαστε ότι η απάντηση είναι αρνητική. Και τούτο διότι ακόμα και το ποσόν αυτό, που είναι αναμφίβολα μεγάλο και εξαιρετικά δύσκολο, όπως όλοι συμφωνούμε, να το αποκομίσουμε, δεν φθάνει. Μόνον για τους τόκους, κι όχι για τα χρεολύσια, για τα υφιστάμενα δάνεια του ελληνικού δημοσίου, το κράτος πρέπει να συγκεντρώσει μέσα στην επόμενη πενταετία το αστρονομικό ποσό των 75 περίπου δις ευρώ.
Ακόμα κι αν κατορθώσουμε να πετύχουμε την επαναγορά του χρέους μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης, είναι βέβαιο ότι το επιτόκιο δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 3%, αφού πλέον ούτε καν η Γερμανία δεν μπορεί να δανεισθεί με πολύ μικρότερο επιτόκιο. Ακόμα λοιπόν κι αν από το 5%, με το οποίο μας δανείζει σήμερα η τρόϊκα πέσουμε στο 3%, οι συνολικοί τόκοι για την επόμενη πενταετία θα είναι πάνω από 50 δις ευρώ. Κι αυτά τα ποσά χωρίς να λογαριάζουμε τα τεράστια ποσά, που απαιτούνται για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, για τα χρεολύσια, για τη λειτουργία του κράτους, για τις αμυντικές του δαπάνες, για την λειτουργία των δημοσίων σχολείων και πανεπιστημίων, για την πληρωμή του επιδόματος ανεργίας, που θα μεγαλώνει συνεχώς λόγω της τρομακτικής αύξησης των ανέργων, για τη λειτουργία των νοσοκομείων, για την επιδότηση των δημοσίων μέσων μεταφοράς κοκ. Δηλαδή, με λίγα λόγια, τα νούμερα δεν βγαίνουν.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος νομπελίστας των οικονομικών η καθηγητής των μαθηματικών για να το καταλάβει. Ότι κι αν γίνει, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του χρέους χωρίς δραστικές περικοπές στο Δημόσιο, που σημαίνει τεράστια, πρωτοφανή κι ασφαλώς κοινωνικά απορριπτέα συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών σε όλους αυτούς τους τομείς. Αν όμως δεν το πράξουμε αυτό, η χρεοκοπία, φευ, είναι μοιραία.