Για κρίση δίχως τέλος στην Ελλάδα αρθρογραφούν στους Financial Times οι επικεφαλής ανάλυσης της Citigroup που εκτιμούν πως μπορεί πια να είναι περιορισμένη η ζημιά στην ευρωζώνη από τυχόν ελληνική έξοδο.
Διαβάστε όλο το άρθρο που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο : ”Υπάρχει ακόμη κίνδυνος χρεοκοπίας”
Το βράδυ της Κυριακής, ενώ η Αθήνα καιγόταν, η ελληνική βουλή ψήφισε την έγκριση ενός μεγάλου νομοσχεδίου. Περιλαμβάνει τα κύρια στοιχεία της συμφωνίας με την τρόικα για δημοσιονομική λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Είναι όμως, αυτό το σημείο καμπής για την Ελλάδα;
Η απόρριψη της συμφωνίας από την ελληνική βουλή, η άτακτη ελληνική χρεοκοπία και η έξοδος της χώρας από το ευρώ αναμφίβολα θα ήταν καταστροφικές εξελίξεις για την Ελλάδα. Το ελληνικό χρηματοοικονομικό σύστημα θα κατέρρεε σε μερικές εβδομάδες – αν όχι ημέρες – και η περίοδος προσαρμογής στη νέα δραχμή θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα χαοτική, ως αποτέλεσμα της πολύ μεγάλης υποτίμησης της δραχμής που θα αποδεικνυόταν επώδυνη και όχι αναπτυξιακή.
Το «ναι» του ελληνικού κοινοβουλίου όμως, δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από ένα μικρό βήμα σε έναν μακρύ δρόμο. Πολλά ακόμη πρέπει να γίνουν για να αποτραπεί η άτακτη χρεοκοπία στην επικείμενη αποπληρωμή ομολόγων ύψους 14,4 δισ. ευρώ στα τέλη Μαρτίου.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να βρει επιπλέον 325 εκατ. ευρώ σε περικοπές δημοσίων δαπανών και η ηγεσία των βασικών ελληνικών πολιτικών κομμάτων πρέπει να δεσμευθεί γραπτώς, πριν διεξαχθεί το νέο Eurogroup, ότι θα ακολουθήσει τη συμφωνία ακόμη και μετά τις εκλογές.
Στη συνέχεια θα πρέπει να υπάρξει κοινοβουλευτική έγκριση της νέας δανειακής σύμβασης σε Αυστρία, Γερμανία, Φιλανδία, Ολλανδία και Σλοβενία, εγκαίρως ώστε να ολοκληρωθεί το swap των ομολόγων των ιδιωτών επενδυτών. Η ψηφοφορία στο γερμανικό κοινοβούλιο πιθανότατα θα γίνει στις 27 Φεβρουαρίου.
Ακόμη όμως, κι αν αποτραπεί η άτακτη ελληνική χρεοκοπία στις 20 Μαρτίου (που είναι και το δικό μας βασικό σενάριο) η Ελλάδα απέχει πολύ από το να είναι σε μία ασφαλή θέση. Η συμφωνία περιλαμβάνει επιπλέον μέτρα λιτότητας και μία ανταλλαγή ομολόγων που – βάσει των πολύ αισιόδοξων εκτιμήσεων για ανάπτυξη και ελλείμματα – θα μειώσει το γενικό χρέος της Ελλάδας στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020.
Η ελπίδα είναι πως, με την τήρηση της παρούσας συμφωνίας, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε 8 χρόνια σε παρόμοια θέση με τη σημερινή Ιταλία. Χωρίς όμως, το υψηλό επίπεδο ιδιωτικού πλούτου που καταγράφεται στην Ιταλία.
Και εάν αυτό δεν είναι αρκετά αποκαρδιωτικό, θυμηθείτε ότι οι προηγούμενες συμφωνίες Ελλάδας – Τρόικας επίσης έβριθαν υπεραισιόδοξων προβλέψεων και ανεκπλήρωτων υποσχέσεων.
Τι έλειπε; Η αποφασιστικότητα και η ικανότητα να εφαρμοστούν οι συμφωνηθείσες δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα ιδιωτικοποίησης.
Η τρέχουσα συμφωνία πράττει ελάχιστα για την αντιμετώπιση του προβλήματος εφαρμογής. Κατά συνέπεια, είναι εξαιρετικά απίθανο να αντιμετωπιστεί τώρα, δεδομένου μάλιστα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει αποτελεσματικό έλεγχο στις δημόσιες δαπάνες, ότι υπάρχουν θεμελιώδεις αδυναμίες στην δημόσια διοίκηση (που δεν περιορίζονται στην γραφειοκρατία), ανεπαρκείς αποταμιεύσεις από τα ελληνικά νοικοκυριά και μη ανταγωνιστικός επιχειρηματικός κλάδος εκτός νοικοκυριών. Είναι υπερβολικό να περιμένει κανείς ότι αυτές οι πολύχρονες αδυναμίες θα διορθωθούν με αυτή τη συμφωνία.
Η εμπειρία από το πρώτο πρόγραμμα της τρόικας στην Ελλάδα κατά τους τελευταίους 18 μήνες δείχνει ότι η λύση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα δεν μπορεί να επιβληθεί από το εξωτερικό. Θα πρέπει να στηρίζεται από μία ευρεία συμμαχία προθύμων στην Ελλάδα. Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις για κάτι τέτοιο.
Μέχρι να δημιουργηθεί μία τέτοια συμμαχία όμως, η Ελλάδα, στην καλύτερη περίπτωση, θα καταφέρνει να επιβιώνει από αναθεώρηση σε αναθεώρηση των προγραμμάτων.
Κατά τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες, οι επενδυτές αδιαμφισβήτητα θα καλωσορίσουν τις ενδείξεις για την τελική υπογραφή του νέου πακέτου στήριξης και την ολοκλήρωση του swap ομολόγων με μικρά ράλι ανακούφισης, αλλά θα αποτραβιούνται σε κάθε ένδειξη διάσπασης της ευρωζώνης.
Ακόμη και με την ανταλλαγή των ομολόγων όμως, η Ελλάδα θα βρεθεί ξανά στο στόχαστρο των αγορών μέσα σε μερικούς μήνες… το αργότερο.
Η ανεπίλυτη κρίση στην Ελλάδα θα πρέπει να υπενθυμίζει στους επενδυτές ότι η κρίση χρέους στην ευρωζώνη και η τραπεζική κρίση δεν έχουν τελειώσει. Με την ένεση ρευστότητας της ΕΚΤ, η ευρωζώνη απλώς κέρδισε λίγο χρόνο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα, στην καλύτερη περίπτωση, επιβραδύνονται.
Το κρατικό χρέος συνεχίζει να αυξάνεται στις περισσότερες χώρες του ευρώ, το τραπεζικό σύστημα της ΕΕ εξακολουθεί να παρουσιάζει πρόβλημα υποκεφαλαιοποίησης, δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η ΕΚΤ δεν είναι διατεθειμένη να ξοδέψει περισσότερα χρήματα και να παραδεχθεί ότι είναι έτοιμη να λειτουργήσει ως ύστατος δανειστής κρατών και τραπεζών.
Υπάρχουν όμως, και κάποιες θετικές ειδήσεις. Η ρευστότητα από την ΕΚΤ έχει αναβάλει τον κίνδυνο άτακτης χρεοκοπίας για συστημικά σημαντικές τράπεζες της ευρωζώνης και – σε συνδυασμό με την χρηματοοικονομική καταστολή σε κράτη της περιφέρειας της ευρωζώνης- έχει εκμηδενίσει τον βραχυπρόθεσμο κίνδυνο άτακτης χρεοκοπίας σε κάποιο συστημικά σημαντικό κράτος.
Η εξωτερική ζημιά που θα προκαλέσει η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ (που την αποκαλούμε Grexit), θα μπορούσε, με την κατάλληλη δράση από την ΕΚΤ και τις πιστώτριες χώρες τη ευρωζώνης, να είναι περιορισμένη και να μην πυροδοτήσει κύματα «φόβου μετάδοσης του κινδύνου εξόδου» σε άλλα δημοσιονομικά αδύναμες χώρες.
Με το δεύτερο πακέτο LTRO στις 29 Φεβρουαρίου μπορεί να κερδίσουμε περισσότερο χρόνο. Μέχρις ότου όμως, αντιμετωπιστούν οι θεμελιώδεις δυνάμεις που κινούν τις κρίσης κρατικού χρέους και τραπεζών στην ευρωζώνη, η αστάθεια θα παραμένει και η ανάκαμψη δεν θα έρχεται.
Διαβάστε επίσης :