Κενό γράμμα αποδείχθηκαν οι υποσχέσεις των τραπεζών για αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων αλλά και μείωση των προμηθειών. Οι όποιες κινήσεις ήταν περιορισμένες, τόσο προς την μία όσο και από την άλλη κατεύθυνση και σε καμία περίπτωση δεν αφορούν την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών.
Η αύξηση στις καταθέσεις είναι ιδιαίτερα μικρή και μόνο για μεγάλα ποσά, πάνω από τις 100.000 ευρώ μπορεί να θεωρηθεί άξια λόγου. Σε ότι αφορά τις προμήθειες στις συναλλαγές, η υπόσχεση για μειώσεις πραγματοποιήθηκε αλλά σε καμία περίπτωση δεν αφορούσε εκείνες που είναι συνηθισμένες (μεταφορές χρημάτων από μία τράπεζες σε άλλη, πληρωμές λογαριασμών και εισφορών κ.λπ.).
Τραπεζικοί κύκλοι πάντως σημειώνουν ότι όσο η Ελλάδα δεν αποκτά επενδυτική βαθμίδα και το κόστος χρήματος παραμένει σε τόσο υψηλά επίπεδα, τότε είναι αδύνατο να κλείσει η «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων ή να μειωθούν σημαντικά οι προμήθειες. Μάλιστα τα επιτόκια των χορηγήσεων διατηρούνται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από αυτά της Ευρωζώνης.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα οι τράπεζες απευθύνθηκαν στις αγορές για την άντληση ρευστότητας προκειμένου να μπορούν με μεγαλύτερη ευκολία να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους, με το κόστος να είναι πραγματικό πολύ υψηλό, σχεδόν υπερδιπλάσιο από αυτό που δανείζεται η χώρα.
Η έλλειψη ωστόσο επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία, δεν μπορεί να διαμορφώσει τέτοιες συνθήκες που έδιναν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα χαμηλά επιτόκια ή επιτόκια άμεσα συγκρίσιμα με τις τράπεζες χωρών της Ευρωζώνης.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι ελληνικές τράπεζες να αναγκάζονται να πληρώσουν ακριβά το χρήμα που αγοράζουν από τις αγορές και ως εκ τούτου να δυσκολεύονται αφενός να κρατήσουν χαμηλά τα επιτόκια χορηγήσεων και αφετέρου να δώσουν αυξημένα επιτόκια καταθέσεων.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, δείχνουν πως το spread μεταξύ καταθέσεων και δανείων, αυξάνει υπέρ των χορηγήσεων, μία κατάσταση που επιτείνεται και από τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων παρέμβασης στις οποίες και προχωρεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τα στοιχεία για τα επιτόκια
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα επιτόκια καταθέσεων δείχνουν ότι το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων αυξήθηκε τον Δεκέμβριο κατά 4 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 0,10%.
Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων ταμιευτηρίου από νοικοκυριά παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,03%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των καταθέσεων από επιχειρήσεις διαμορφώθηκε στο 0,05% από 0,03% τον προηγούμενο μήνα.
Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος από νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 13 μονάδες βάσης, στο 0,33%. Σημειώνεται, πάντως, ότι μέσα στον Δεκέμβριο οι τράπεζες προχώρησαν σε αυξήσεις επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις (για μεγάλα ποσά, άνω των 100 – 200 χιλ. ευρώ) στην περιοχή του 1%. Βέβαια η συντριπτική πλειονότητα των καταθέσεων, είναι κάτω από αυτό το επίπεδο.
Αντίθετα στην Ευρωζώνη τα επιτόκια είναι πολλαπλάσια. Συγκεκριμένα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο για νέες καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια από επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 31 μονάδες βάσης, στο 1,83%.
Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 17 μονάδες βάσης, στο 5,06%.
Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 25 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 11,32%. Το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 18 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 3,81%.
Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια αυξήθηκε κατά 19 μονάδες βάσης στο 5,21%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων αυξήθηκε κατά 9 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 7,06%.
Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία της ΕΚΤ για τα επιτόκια των δανείων στην Ευρωζώνη δείχνουν, ότι το μέσο επιτόκιο για νέα δάνεια προς επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 30 μονάδες βάσης, στο 3,41%. Το μέσο επιτόκιο για νέα δάνεια προς νοικοκυριά για αγορά κατοικίας αυξήθηκε κατά 5 μονάδες βάσης, στο 2,94%.