Οι Βρυξέλλες απηύθυναν πρόσκληση συμμετοχής σε δεκάδες εταιρείες, από την Ελλάδα, και την Ευρώπη, έως τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία, και την Ιαπωνία. Το περιθώριο που έχουν οι αποδέκτες της επιστολής για να διατυπώσουν τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο που τους έχει σταλεί είναι μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου.
Να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως ενημέρωση για την κίνηση αυτή, γεγονός που αποδεικνύει το ποιος τελικά θα χειριστεί την όλη υπόθεση από την αρχή, έως το τέλος. Αξία έχει και το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεσμεύεται σύμφωνα με το συμπληρωματικό μνημόνιο, να φέρει αλλαγές στους όρους πώλησης των λιγνιτικών μονάδων εφόσον προκύψει τέτοια ανάγκη.
Σύμφωνα με την ανταπόκριση των επενδυτών, «η Ελληνική Δημοκρατία θα υποβάλλει επίσημα μια αναθεωρημένη πρόταση που θα κριθεί κατάλληλη από την DG Comp και θα αντιμετωπίζει όλα τα θέματα που ενδεχομένως αναδείχτηκαν στη διαδικασία του market test».
Το ερώτημα είναι ποιοι τελικά θα συμμετάσχουν σε αυτή την διαδικασία; Η απάντηση έχει δοθεί προ καιρού από τον επικεφαλής της ΔΕΗ Μ. Παναγιωτάκη, τουλάχιστον 40 εταιρείες ηλεκτρισμού και ενέργειας προερχόμενες από Ελλάδα, Ευρώπη, Ασία και Β. Αμερική. Συγκεκριμένα το προσκλητήριο θα απευθυνθεί σε εταιρείες από Πολωνία, Τσεχία, Κίνα, Ιαπωνία και ΗΠΑ, και φυσικά στους Έλληνες παίκτες.
Σε ότι αφορά τους Έλληνες, το τελευταίο διάστημα υπάρχει έντονο παρασκήνιο. Οι πιέσεις και οι ζυμώσεις έχουν ενταθεί, ειδικά μετά το δημόσιο κάλεσα του Μ. Παναγιωτάκη προς τη βιομηχανία να εκμεταλλευθεί τις εξελίξεις και να εξασφαλίσει προβλέψιμο και ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας. Σε αυτό το μοτίβο, καταγράφονται επαφές ανάμεσα σε ηλεκτροπαραγωγούς και ενεργοβόρους ομίλους, προκειμένου να διεκδικήσουν από κοινού κάποιο από τα δύο «πακέτα» μονάδων της ΔΕΗ, με το σκεπτικό ότι μεγάλες και σταθερές καταναλώσεις όπως των βιομηχανιών, μπορούν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των προς πώληση λιγνιτικών εργοστασίων.
Όπως προβλέπεται στην συμφωνία, θα διατεθούν προς πώληση οι γνωστές τέσσερις μονάδες (Μελίτη Ι, άδεια για Μελίτη ΙΙ, Μεγαλόπολη 3 και Μεγαλόπολη 4) και όλα τα στοιχεία ενεργητικού και τα ορυχεία που σχετίζονται με αυτές. Ορίζεται επίσης ότι οι τέσσερις μονάδες θα χωριστούν σε δύο πακέτα, ένα του Βορρά (Μελίτη Ι και ΙΙ και ορυχεία Βεύης, Κλειδιού) και ένα του Νότου (Μεγαλόπολη 3 και 4 και τα δύο ορυχεία που διαθέτουν λιγνίτη στην περιοχή).
Από εκεί και πέρα, η έναρξη του διεθνούς δημόσιου διαγωνισμού για την πώληση των μονάδων θα αρχίσει τον Μάιο του 2018 και «θα βασίζεται σε μια δίκαιη αποτίμηση και θα διασφαλίζει τα νόμιμα οικονομικά συμφέροντα της επιχείρησης και των μετόχων της». Ειδικά για την αποτίμηση θα προσληφθεί ανεξάρτητος εκτιμητής, ο οποίος και θα αποτιμήσει όχι μόνον λογιστικά τη σημερινή αξία, αλλά και με βάση τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς, την ανάγκη αναβαθμίσεων κ.ό.κ. Ενδιαφέρον έχει πάντως το γεγονός ότι για την όλη διαδικασία της αποτίμησης, της απόσχισης (spin off), και του διαγωνισμού, την ευθύνη δεν θα έχει η ΔΕΗ αλλά “ανεξάρτητη οντότητα” η οποία δεν προσδιορίζεται, “υπό την έγκριση και έλεγχο της Κομισιόν”.
Σε κάθε περίπτωση, το market test δεν είναι παρά μια δημόσια διαβούλευση, που σημαίνει ότι η ώρα της αλήθειας θα έρθει τον Ιούνιο του 2018, όταν και προγραμματίζεται η προκήρυξη από τη ΔΕΗ του διαγωνισμού. Προς ώρας θα έλεγε κανείς ότι μεταξύ των ελληνικών ενεργειακών ομίλων, καταγράφονται αποκλίσεις αλλά και συγκλίσεις ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την συμφωνία κυβέρνησης- δανειστών.
Κοινή παραδοχή είναι ότι τα αναπάντητα ερωτηματικά της συμφωνίας είναι ακόμη πολλά, και συγκεκριμένα από τα εργασιακά έως την πορεία τιμών των δικαιωμάτων CO2, τα οποία αναμένεται να θα εκτιναχθούν τα επόμενα χρόνια, επιβαρύνοντας το κόστος του λιγνίτη που ως καύσιμο δεν είναι πλέον αποδοτικό στο πλαίσιο της πολιτικής απανθρακοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος ένα μεγάλο ερωτηματικό είναι ποιος θα χρηματοδοτήσει την εξαγορά ενός από τα δύο πακέτα. Στην Ευρώπη αυτή την στιγμή, η τάση που κυριαρχεί είναι να φύγουν από την λιγνίτη, καθώς οι επενδύσεις τέτοιου είδους, θεωρούνται ασύμφορες, έτσι και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν παύσει να χρηματοδοτούν έργα αυτής της κατηγορίας. Η δυσκολία πρόσβασης στις δυτικές τράπεζες για χρηματοδότηση, σημαίνει ότι απομένουν μόνο οι τράπεζες τρίτων χωρών.