Μέσα στον Ιανουάριο οι αποφάσεις από την αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Εργασίας για την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος έκανε λόγο για γενναία αύξηση και έτσι πολλοί προεξοφλούν ότι η αύξηση στον κατώτατο μισθό μπορεί να φτάσει το 10%.
Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα που πρόκειται να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Προ ημερών η Πορτογαλία για τέταρτη συνεχή χρονιά αυξάνει τον κατώτατο μισθό και πλέον στο 2019 αναμένεται να σπάσει το φράγμα των 600 ευρώ. Αλλά και ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέντρο Σάντσεθ προχώρησε στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 22% – το υψηλότερο ποσοστό αύξησης στην ευρωζώνη, ο οποίος πλέον από 858 ευρώ τον μήνα θα ανέλθει στα 1.050 ευρώ.
Ο Θοδωρής Πελαγίδης καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ανώτατος εταίρος στο Ινστιτούτο Μπρούκινγκς λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «άποψή μου είναι ότι στην ελληνική περίπτωση, καθώς ο όποιος θεσπισμένος κατώτατος μισθός -θα- έχει ελάχιστη διαφορά από τον σημερινό πραγματικό ελάχιστο μισθό του ανειδίκευτου, και καθώς οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μια ελαστική προσφορά εργασίας, η όποια επίπτωση είτε στην καταπολέμηση της φτώχειας είτε της ζήτησης, θα είναι αμελητέα. Χρειάζεται πάντως προσοχή γιατί φαίνεται ότι η σχετική ρύθμιση μπορεί να αφορά τελικώς σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Και κυρίως, πρέπει να παρακολουθείται στενά η εξέλιξη της σχετικής παραγωγικότητας».
Αντιθέτως ο Κώστας Μελάς, οικονομολόγος και πανεπιστημιακός, θεωρεί όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «την τελευταία περίοδο κάτι φαίνεται να κινείται σε ορισμένες χώρες της ΕΕ σε σχέση με τις κατώτατες αμοιβές εργασίας. Εκτός από την Πορτογαλία η οποία ακολουθεί με ακρίβεια το σχεδιασμό αύξησης του κατώτατου μισθού εδώ και τέσσερα χρόνια, και η Ισπανία , η Ελλάδα, η Γαλλία και η Τσεχία προγραμματίζουν αντίστοιχες κινήσεις. Παρότι οι αυξήσεις αυτές αφορούν σχετικά σε μικρό τμήμα του εργατικού δυναμικού , κάτω από το 10%, εντούτοις συμβάλλουν στη μείωση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, στην σταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής και σαφέστατα στην οικονομική μεγέθυνση, από τη στιγμή που δεν προκαλούν ανυπέρβλητες χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις. Μάλιστα σε πολλές χώρες η συμβολή τους (πχ στη Γερμανία) στη μεγέθυνση του ΑΕΠ κρίνεται απολύτως θετική».
Σε διαφορετικό μήκος κύματος από τους δύο προηγούμενους ακαδημαϊκούς, ο Σταύρος Τομπάζος. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου θεωρεί, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008, η μεγάλη ύφεση του 2009 και οι απογοητευτικοί ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ από τότε, ιδιαίτερα στις χώρες της ευρωζώνης, προκάλεσε μια κατάσταση που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής και πολιτικής ηγεμονίας. Ήδη πριν την μεγάλη οικονομική κρίση, ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πρωτοφανείς εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες».