Εξέχουσας σημασία είναι το Ταμείο Ανάκαμψης στην εκστρατεία της Ελλάδας για να μειώσει το επενδυτικό κενό που την χωρίζει από τους ομοτίμους της στην ευρωζώνη, σύμφωνα με έκθεση της DBRS Morningstar.
O καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS, αν και επισημαίνει τα βήματα μπρος της Ελλάδας όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης, ωστόσο συμπεριλαμβανομένου των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, των εξαγωγικών επιδόσεων και των επιπτώσεων των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, εντούτοις το χάσμα που χωρίζει Ελλάδα και τα άλλα κράτη μέλη παραμένει υψηλό.
Από το επενδυτικό ρεκόρ του 26% του ΑΕΠ το 2007 έναντι 23,4% στην ευρωζώνη, ακολούθησε μείωση στο 11% το 2016 και επάνοδος στο 13,7% το 2022, σε μεγάλη απόσταση από τον μέσο όρο της ευρωζώνης του 22,7%.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα παρατηρούνται στις επιχειρηματικές επενδύσεις, οι οποίες ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολογίζονται στο 7,4% του ΑΕΠ το 2022 έναντι 13,4% για την ευρωζώνη.
Οι επενδύσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν επίσης σημαντικά από 10,6% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 7% στην ευρωζώνη το 2008 σε περίπου 2,7% το 2022 έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης 6,3%. Στον αντίποδα, τα προηγούμενα χρόνια, οι κρατικές επενδύσεις παρέμειναν σχετικά σταθερές στο 3,5%, υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που ήταν 3,1% το 2022.
Το «όπλο» του Ταμείου Ανάκαμψης
Η DBRS αναφέρει πως oι ελληνικές επενδυτικές δαπάνες αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται τα επόμενα χρόνια επωφελούμενοι από τους διαθέσιμους πόρους Ταμείου Ανακαμψης, με το ελληνικό σχέδιο να στοχεύει στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 7% έως το 2026, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, με αποτέλεσμα υψηλότερες επενδύσεις και παραγωγικότητα.
Το σκέλος των χορηγήσεων μπορεί επίσης να αυξήσει την παροχή τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις, στηρίζοντας κι άλλο έτσι τις επενδύσεις. Όπως αναφέρει η DBRS, το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε να ενισχύσει άμεσα την κεφαλαιακή βάση της Ελλάδας μέσω της ανάπτυξης υποδομών καθώς και του δυναμικού των εργαζομένων ενώ παράλληλα θα μπορούσε να συμβάλλει έτσι ώστε η Ελλάδα να κλείσει το χάσμα με την ευρωζώνη λόγω του υψηλότερου μεριδίου δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με άλλες χώρες.
Ωστόσο η ικανότητα της χώρας να περιορίσει το επενδυτικό χάσμα θα εξαρτηθεί επίσης από άλλους παράγοντες, όπως οι ξένες επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας προκειμένου να επιτευχθούν υψηλότερα συνολικά επίπεδα επενδύσεων.
Σημειώνεται ακόμα πως η δημιουργία ενός ελκυστικού επενδυτικού πλαισίου θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την ικανότητά της Ελλάδας να αντιμετωπίζει διαρθρωτικές αδυναμίες όπως η γραφειοκρατία στις επιχειρηματικές διαδικασίες, να μειώνει τις καθυστερήσεις στο δικαστικό σύστημα, να προωθεί οικονομίες κλίμακας και να ολοκληρώσει τη μεταρρύθμιση του κτηματολογίου. Επιπλέον, το σταθερό πολιτικό περιβάλλον σε συνδυασμό με την ευρεία πολιτική συναίνεση για τις κύριες οικονομικές πολιτικές θα ενισχύσουν το προφίλ της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.