Η δικαστική απόφαση αποκλείει καταβολή αναδρομικών σε όσους υπέστησαν περικοπές, αλλά αφήνει παράθυρο για όσους προσέφυγαν δικαστικά έως τον Ιούλιο του 2020
Πάγο έβαλε στο σενάριο της καταβολής αναδρομικών για τα δώρα των επικουρικών συντάξεων για το 11μηνο Ιουνίου 2015 – Μάϊου 2016 σε όλους όσους συνταξιούχους υπέστησαν τις περικοπές έβαλε χθες το Ειδικό Διοικητικό Δικαστήριο, αλλά άφησε παράθυρο -σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών κύκλων- για καταβολή τους μόνο σε όσους προσέφυγαν δικαστικά έως τις 21 Ιουλίου 2020.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, το εν λόγω δικαστήριο «στερείται σχετικής δικαιοδοσίας» να κρίνει το σχετικό νόμο του 2012 που επέβαλε τις περικοπές στα δώρα των επικουρικών συντάξεων, ενώ έκανε καθαρό πως οι δύο δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή αφενός του Αρείου Πάγου και αφετέρου του ΣτΕ δεν αντιτίθενται μεταξύ τους. Και αυτό γιατί σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου αφορούν σε διαφορετικές περιπτώσεις.
Με βάση αυτή την απόφαση χρήματα, σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών κύκλων, οι οποίες δεν έχουν ακόμα επιβεβαιωθεί από το Υπουργείο Εργασίας, πως μπορούσαν να πάρουν όσοι συνταξιούχοι δημοσίου τομέα είχαν προσφύγει μέχρι 21/7/2020 στα διοικητικά δικαστήρια για τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις το επίμαχο 11μηνο. Μιλώντας σήμερα (13.2.25), ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εργασίας, κος Νίκος Μηλαπίδης στην τηλεόραση του Open ανέφερε πως «πιθανότατα θα ευδοκιμήσουν οι προσφυγές» των συνταξιούχων.
Παράλληλα, για τους συνταξιούχους του μετοχικού ταμείου της Τράπεζας της Ελλάδος, για τους οποίους είχε εκδοθεί η απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε συνταγματικές τις περικοπές τους, δεν προβλέπεται να λάβουν αναδρομικά.
Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπήκε στην ουσία της συνταγματικότητας ή μη, των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις του ιδιωτικού τομέα για το 11μηνο από 11/6/2015 έως 11/5/2016 και των δώρων και των επιδομάτων, που έγιναν με το νόμο Κατρούγκαλου του 2016.
Και αυτό γιατί το ΣτΕ, το οποίο αποφάσισε υπέρ της αντισυνταγματικότητας των μνημονιακών διατάξεων, περιόρισε την κρίση του επί συνταξιούχων δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, στηριζόμενο στην υποχρεωτικότητα της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης και στην συνακόλουθη παροχή της αποκλειστικά από το κράτος ή από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
Έλαβε υπόψιν επίσης το σωρευτικό αποτέλεσμα της ένδικης περικοπής με το σύνολο των προηγηθεισών, κατά το 2010 – 2012, πολλαπλών διαδοχικών νομοθετικών περικοπών των συντάξεων, κρίνοντας ότι επιβαλλόταν συνταγματικά, αλλά δεν εκχώρησε η εκπόνηση ειδικής επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ως προς την επιρροή της ένδικης ρύθμισης στον πυρήνα του κοινωνικο-ασφαλιστικού δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων.
Από την άλλη πλευρά, ο Άρειος Πάγος, υπό το πρίσμα του νομικού πλαισίου της παρεχομένης από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδας, δηλαδή από Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, επικουρικής ασφάλισης των συνταξιούχων της, συνεκτιμώντας με τις προηγηθείσες περικοπές συντάξεων, οι οποίες, όμως, δεν αφορούσαν στο σύνολο και συγκεκριμένα στην πλειονότητά τους, τους συνταξιούχους των πληττόμενων συντάξεων των ασφαλισμένων στην παραπάνω τράπεζα, παραμένει υψηλότερο της μέσης κύριας και επικουρικής συντάξεως του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, έκρινε συνταγματική την παραπάνω διάταξη.
Επομένως, κατά το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λόγω της ουσιώδους διαφοροποίησης του νομικού και πραγματικού υποβάθρου των υποθέσεων και των αντίστοιχων, φερομένων, ως αντιθέτων αποφάσεων του Αρείου Πάγου και του ΣτΕ, δεν καθίσταται κρίσιμη και αναγκαία για τη μία υπόθεση η γενόμενη από το άλλο δικαστήριο ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη της αυτής νομοθετικής διάταξης και συνακολούθως δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των παραπάνω αποφάσεων των δικαστηρίων στο Σύνταγμα.
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «το ανώτατο ειδικό δικαστήριο έκρινε ότι στερείται σχετικής δικαιοδοσίας, λόγω μη αντιθέσεως μεταξύ της αποφάσεως 1509/ 2023 του Αρείου Πάγου και το 2287 και 2088 / 2015 του ΣτΕ. Και τούτο, διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφανθέν υπέρ της αντισυνταγματικότητας περιόρισε την κρίση του επί των συνταξιούχων δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, στηριζόμενο στην υποχρεωτικότητα της (επικουρικής) κοινωνικής ασφάλισης και «στην συνακόλουθη παροχή της αποκλειστικώς από το κράτος ή από ΝΠΔΔ», έλαβε υπόψη κατά τρόπο καταλυτικό το σωρευτικό αποτέλεσμα της ένδικης περικοπής με το σύνολο των προηγηθεισών, κατά τα έτη 2000 έως 2012, πολλαπλών διαδοχικών νομοθετικών περικοπών των συντάξεων, κρίνοντας -βάσει της ποσότητας και της έντασης αυτών επί της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων – ότι επιβαλλόταν συνταγματικώς, αλλά δεν εκχώρησε η εκπόνηση ειδικής επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ως προς την επιρροή της ένδικης ρύθμιση στον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων» αναφέρεται στο σκεπτικό.
Από την άλλη πλευρά ο Άρειος Πάγος, «υπό το πρίσμα του νομικού πλαισίου της παρεχοµένης από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος, ήτοι από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επικουρικής ασφαλίσεως των συνταξιούχων της, συνεκτιμώντας µεν τις προηγηθείσες περικοπές συντάξεων, οι οποίες, όμως, δεν αφορούσαν στο σύνολο, και δη στην πλειονότητά τους, τους συνταξιούχους της Τράπεζας, και λαμβάνοντας, επίσης, υπόψιν ότι, πάντως, το ύψος των πληττόμενων συντάξεων των ασφαλισμένων στην ως άνω Τράπεζα παραμένει υψηλότερο της μέσης κυρίας και επικουρικής συντάξεως του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, έκρινε συνταγματική την ως άνω διάταξη».
Τέλος, οι δικαστές τονίζουν ότι «λόγω ουσιώδους διαφοροποιήσεως του νομικού και πραγματικού υποβάθρου των υποθέσεων και των αντιστοίχων, φερομένων ως αντίθετων, αποφάσεων του Αρείου Πάγου αφενός και του Συμβουλίου της Επικρατείας αφετέρου, δεν καθίσταται κρίσιμη και αναγκαία για την μία υπόθεση γενομένη από το άλλο δικαστήριο ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος της συνταγματικότητας ή µη της αυτής νομοθετικής διατάξεως και, συνακολούθως, δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως, κατ’ άρθρο 100 παρ.1 περ.ε’ του Συντάγματος, των προαναφερθεισών αποφάσεων των ως άνω Δικαστηρίων».