Περί τα 100 ευρώ/MWh είναι η διαφορά στην τιμή ηλεκτρικού ρεύματος όταν έχουμε πλούσιο άνεμο και ήλιο στη χώρα μας σε σύγκριση με όταν δεν έχουμε. Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από την εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων στην εγχώρια χονδρική αγορά.
Καθώς η ζήτηση είναι λίγο – πολύ σταθερή το τελευταίο διάστημα, οι δύο παράγοντες που επηρεάζουν την εξίσωση είναι το ενεργειακό μείγμα και η τιμή του φυσικού αερίου που ανέβηκε έντονα το τελευταίο δίμηνο.
Ενδεικτικό είναι ότι τον Οκτώβριο οι ΑΠΕ κινήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα που σχεδόν έφτασαν το 60% της συνολικής παραγωγής. Αντιθέτως, το φυσικό αέριο μειώθηκε πολύ και ο λιγνίτης σχεδόν εκμηδενίστηκε με αποτέλεσμα η μέση τιμή του μήνα να βρεθεί μόλις στα 90 ευρώ/MWh.
Η εικόνα αντιστράφηκε πλήρως το Νοέμβριο, καθώς επικρατούν καιρικές συνθήκες που δεν ευνοούν την πράσινη παραγωγή (συννεφιά, νηνεμία). Η ξηρασία έχει φέρει με τη σειρά της χαμηλή διαθεσιμότητα των υδροηλεκτρικών που δεν μπορούν να βοηθήσουν, παρά σε μικρό βαθμό.
Ως εκ τούτου, επιστρατεύτηκαν οι μονάδες αερίου και λιγνίτη, με τις πρώτες να φτάνουν την περασμένη εβδομάδα έως το 55-60% και τις δεύτερες το 10 – 15%. Πρόκειται για νούμερα που είχαν να εμφανιστούν πάρα πολύ καιρό στην ελληνική αγορά.
Λογικό συνεπακόλουθο της αυξημένης χρήσης ακριβών ορυκτών καυσίμων ήταν η εκτόξευση της τιμής χονδρικής στα επίπεδα των 150 – 230 ευρώ, δηλαδή περίπου 100 ευρώ υψηλότερα από τον Οκτώβριο.
Έτσι, τα δύο άκρα των τελευταίων μηνών μας έδωσαν μια χρήσιμη εικόνα του πόσο πληρώνουμε με τις ΑΠΕ ή με τα ορυκτά καύσιμα στο «φουλ».
Αυτή την εβδομάδα παρατηρείται μια μικρή βελτίωση στην παραγωγή των ΑΠΕ που από τα χαμηλά του 15% βρίσκονται πλέον κοντά στο 25%. Εντούτοις, δεν είναι ακόμα αρκετή για να επαναφέρει τις τιμές σε επίπεδα ανεκτά.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτές οι διακυμάνσεις είναι φυσιολογικές σε ένα σύστημα με υψηλό βαθμό διείσδυσης της πράσινης ενέργειας. Μάλιστα, είναι ακριβώς το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει πλούσιο ήλιο και άνεμο που εξασφαλίζει ότι οι περισσότερες ημέρες του έτους είναι ευνοϊκές και οι δύσκολες ημέρες είναι πολύ λιγότερες.
Σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερη σημασία έχει η μακροπρόθεσμη εξέλιξη των τιμών, ενώ λύση για το βραχυπρόθεσμο σκέλος θεωρείται ότι θα δώσει σταδιακά η αποθήκευση και η ευελιξία.