Όπως είχε γίνει γνωστό, μέχρι και τον Σεπτέμβριο θα υπήρχε πόρισμα από ειδική επιτροπή του υπουργείου Οικονομικών, πως τα κέρδη από τα κρυπτονομίσματα θα φορολογούνται με συντελεστή 15%.
Ωστόσο, το υπουργείο Οικονομικών παγώνει -αορίστου χρόνου- το σχέδιο φορολόγησης και ελέγχου των κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων (digital assets).
Η ειδική επιτροπή που συστάθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο με αντικείμενο τη μελέτη και την υποβολή προτάσεων για τη φορολόγηση των εισοδημάτων από κρυπτονομίσματα, διαλύεται με νεότερη απόφαση της ηγεσίας του υπουργείου, πριν καλά – καλά ξεκινήσει το έργο της, σύμφωνα με την ΕΡΤ.
Ο λόγος είναι «η ανάγκη επανεξέτασης του αντικειμένου της ειδικής επιτροπής». Επομένως, το ζήτημα θα επανεξετασθεί όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Μέχρι τότε δεν θα υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη φορολόγησης των κερδών από αγοραπωλησίες κρυπτονομισμάτων ενώ θα παραμείνει «θολό» το τοπίο αναφορικά με την κάλυψη τεκμηρίων από σχετικές υπεραξίες.
Το κενό αυτό εκμεταλλεύονται πολλοί επενδυτές, ενώ από την άλλη ελάχιστοι δηλώνουν τα υπερκέρδη από συναλλαγές τέτοιων νομισμάτων στο Ε1 της φορολογικής δήλωσης. Όσοι δηλώνουν έσοδα είναι κυρίως άνεργοι ή φορολογούμενοι χωρίς εισοδήματα, αλλά με σημαντική ακίνητη περιουσία, προκειμένου να καλύψουν τα τεκμήρια διαβίωσης.
Μία από τις παραδοχές είναι ότι τα εισοδήματα από κρυπτονομίσματα είναι κέρδη από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και συνεπώς θα πρέπει να φορολογούνται σύμφωνα με το άρθρο 43 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος, δηλαδή με συντελεστή 15%. Ωστόσο κομβικό σημείο αποτελεί η δήλωση της πραγματικής αξίας κτήσης ή πώλησης και όχι η πλασματική και για το λόγο αυτό θα επιδιωχθεί συνεργασία με τις ψηφιακές πλατφόρμες για την άντληση των στοιχείων με τις πραγματικές συναλλαγές.
Σύμφωνα με τα μεγάλα λογιστικά γραφεία όσοι έχουν κρυπτονομίσματα θα πρέπει να δηλώνουν την αξία αγοράς και πώλησης στους κωδικούς 742 και 781 αντίστοιχα και εν συνεχεία την υπεραξία στον κωδικό 865 καταβάλλοντας φόρο 15%.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) βρίσκεται πάντως σε επαφές με τις φορολογικές διοικήσεις άλλων κρατών για διεθνή συνεργασία και ειδικά με την αμερικάνικη εφορία IRS με σκοπό την φορολόγηση και την ανάπτυξη τεχνογνωσίας για την παρακολούθηση της φοροδιαφυγής μέσα από τα ψηφιακά πορτοφόλια καθώς θεωρείται δύσκολος ο εντοπισμός αυτών των κερδών με τον παραδοσιακό φορολογικό έλεγχο.
Όσο αφορά την αμερικανική φορολογική διοίκηση, διαθέτει τεχνογνωσία στον έλεγχο κρυπτονομισμάτων κάτι που επιδιώκει να αξιοποιήσει η ΑΑΔΕ για την ανάπτυξη εμπειρίας σε συγκεκριμένους τομείς παρακολούθησης των κρυπτονομισμάτων όπως εργαλεία εντοπισμού συναλλαγών και κατόχων digital assets, δραστηριότητες στο dark web, εκπαίδευση προσωπικού και προετοιμασία κανονιστικού πλαισίου.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο προωθείται αυστηρότερη νομοθεσία με την ονομαστικοποίηση των επενδύσεων σε κρυπτονομίσματα καθώς σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται ως μέσα ξεπλύματος χρήματος, φοροδιαφυγής και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Σύμφωνα με έκθεση της Chainanalysis, εκτιμάται ότι κρυπτονομίσματα αξίας 8,6 δισ. δολαρίων «ξεπλύθηκαν» κατά το 2021.
Στην Ελλάδα τώρα, πέρσι η Διεύθυνση Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών κλήθηκε να εξετάσει την περίπτωση ενός ζευγαριού φορολογουμένων στο εκκαθαριστικό των οποίων είχαν βεβαιωθεί φόροι εισοδήματος 72.775 ευρώ στον σύζυγο και 33.320 ευρώ στη σύζυγο.
Το ζευγάρι των φορολογουμένων είχε πιαστεί στην τσιμπίδα των τεκμηρίων για την κάλυψη των οποίων επικαλέστηκε κέρδη (182.500 ευρώ) από πώληση κρυπτονομισμάτων. Είχε προηγηθεί η κρίση της Εφορίας ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη αυτά τα εισοδήματα. Κρίση η οποία θεωρήθηκε σωστή και ορθή από τη ΔΕΔ.