Ανάμεσα στους ουραγούς της Ευρώπης βρίσκεται η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ), βάζοντας πολλαπλά εμπόδια στο υπουργείο Οικονομικών (ΥΠΟΙΚ).
Και αυτό διότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι ένας από τους πυλώνες – δεσμεύσεις της ελληνικής οικονομίας για το Ταμείο Ανάκαμψης, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ωστόσο, να μην ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ζήτησης για τα ψηφιακά προγράμματα και δράσεις.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με την τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, αν και μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2024 η ψηφιακή μετάβαση αποτελούσε τον «ισχυρότερο» πυλώνα από τους 4 στο σκέλος των επιχορηγήσεων με ποσοστό επενδύσεων 42,2% (Πράσινη μετάβαση 26,2%, 17% Ιδιωτικές επενδύσεις & Μετασχηματισμός της οικονομίας, Απασχόληση 14,6%), στο δανειακό σκέλος που αφορά στις επενδύσεις επιχειρήσεων, τα ποσοστά του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι καταβαραθρωμένα στο 4%.
Και αυτό, μάλιστα, δυσκολεύει τα πράγματα για τις απορροφήσεις των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς ο κανονισμός ορίζει πως πλην των οροσήμων τουλάχιστον το 20% των κεφαλαίων πρέπει να δαπανάται για δράσεις ψηφιακού μετασχηματισμού.
Το γεγονός αυτό περιπλέκει ακόμα περισσότερο την προσπάθεια του οικονομικού επιτελείου που θα πρέπει να έχει να παρουσιάσει συμβασιοποιημένα δάνεια 8,36 δισ. ευρώ όταν θα «χτυπήσει την πόρτα» των Βρυξελλών για να υποβάλλει το αίτημα για την πέμπτη πληρωμή του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο τοποθετείται από τον Οκτώβριο και μέχρι το τέλος του 2024.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Απογοητευτικές οι ψηφιακές επιδόσεις των ελληνικών ΜμΕ
Η «δυσανεξία» των ελληνικών επιχειρήσεων απέναντι στον ψηφιακό μετασχηματισμό, πιστοποιείται και από τα επίσημα ευρωπαϊκά στοιχεία. Σύμφωνα με έκθεση την οποία δημοσιοποίησε η Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στους ουραγούς της ΕΕ στο συγκεκριμένο πεδίο καθώς βρίσκεται στην 3η θέση από το τέλος, πάνω μόνο από την Βουλγαρία και την Ρουμανία. Αναλυτικά, οι χώρες με τις περισσότερες επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονταν από πολύ χαμηλή ψηφιακή ένταση το 2023 ήταν η Ρουμανία (72,1%), η Βουλγαρία (70,6%) και η Ελλάδα (56,2%).
Σε αυτό το ποσοστό πρέπει να προστεθεί και ένα 27,1% επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται από χαμηλή ψηφιακή ένταση. Οι επιχειρήσεις με υψηλή ψηφιακή ένταση είναι μόλις το 11,4% ενώ με πολύ υψηλή το 2,3%.
Ας σημειωθεί, μάλιστα, πως τα διαθέσιμα στοιχεία αφορούν σε επιχειρήσεις με τουλάχιστον 10 εργαζόμενους. Στις περιπτώσεις επιχειρήσεων με 0 – 10 εργαζόμενους τα ποσοστά είναι ακόμα χαμηλότερα, καθώς όσο μικρότερη η επιχείρηση τόσο λιγότερες ψηφιακές απαιτήσεις ή στόχους θέτει, με αποτέλεσμα ακόμα και όταν υπάρχουν ψηφιακές επενδύσεις να είναι ιδιαίτερα χαμηλού προϋπολογισμού.
Πρόβλημα το μέγεθος των επιχειρήσεων – Ποιο είναι το πλάνο του ΥΠΟΙΚ
Όπως έχει τονιστεί πολλάκις οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η «ραχοκοκκαλιά» της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό γιατί στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται περί τις 750.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μέγεθος που αντιστοιχεί στο 99,9% του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων. Σε αυτές τις επιχειρήσεις, απασχολούνται πάνω από 2 εκατ. εργαζόμενοι.
Μάλιστα, εξ αυτών οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, με έως 10 εργαζόμενους, αποτελούν το 94,6% κάτι που «εξηγεί» σε μεγάλο βαθμό την δυσκολία να στραφούν αυτές οι επιχειρήσεις σε επενδύσεις σε προηγμένες τεχνολογίες, πλην των πολύ απαραίτητων και βασικών λειτουργιών, γεγονός που εκ των πραγμάτων βάζει «τρικλοποδιά» στην στρατηγική της ελληνικής οικονομίας για μία στροφή προς τις σύγχρονες πλευρές της ανάπτυξης.
Ως εκ τούτου, ένα νομοσχέδιο σαν και αυτό το οποίο ετοιμάζεται να φέρει το οικονομικό επιτελείο για κίνητρα ενίσχυσης για συγχωνεύσεων επιχειρήσεων, είναι πολλαπλής σημασία και δεν έχει απλώς ως στόχο να ανοίξει τους δρόμους της τραπεζικής χρηματοδότησης για τις ελληνικές ΜμΕ μέσα από την συνένωσή τους σε μεγαλύτερους σχηματισμούς, αλλά να αντιμετωπίσει τέτοιες αναπτυξιακές δυσχέρειες που τις κρατάνε «πίσω» από την εποχή τους και τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις.
Εκφρασμένος στόχος του ΥΠΟΙΚ με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι να κινητοποιήσει τις ελληνικές ΜμΕ προς την κατεύθυνση της ενδυνάμωσής τους μέσα από συγχωνεύσεις. Για να το πετύχει αυτό προσφέρει φορολογικά και άλλα κίνητρα για εισαγωγή στα ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών, μείωση του κόστους εισαγωγής, αλλαγή του πλαισίου για τις απορροφήσεις των μικρών επιχειρήσεων από μεγαλύτερες, χρηματοδοτικά κίνητρα μέσω ΕΣΠΑ και ΕΑΤ και φοροελαφρύνσεις για τα νέα εταιρικά σχήματα.