Η θέρμανση και η ψύξη ευθύνονται για το 71% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στα ελληνικά νοικοκυριά, όπως προκύπτει από έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με βάση τα στοιχεία του 2022.
Από αυτές τις ποσότητες ενέργειας, το 31% καλύφθηκε μέσω ανανεώσιμων πηγών. Επίσης, προκύπτει ότι στη χώρα μας 710.000 νοικοκυριά χρησιμοποιούν θέρμανση με φυσικό αέριο και 1.69 εκατ. πετρέλαιο, άρα η πλειοψηφία των αναγκών καλύπτεται ακόμα με ορυκτά καύσιμα.
Παρόλα αυτά, τα νέα συστήματα όπως οι αντλίες θερμότητας έχουν αρχίσει να προοδεύουν με τη βοήθεια και των προγραμμάτων επιδότησης, όπως το Εξοικονομώ, ενώ και η ίδια η Ε.Ε. στηρίζει έντονα την εγκατάστασή τους με βάση πολιτικές όπως το REPower EU.
Ενδεικτικό είναι ότι το 2022, έτος κατά το οποίο κορυφώθηκε η ενεργειακή κρίση, πωλήθηκαν 40.000 αντλίες θερμότητας με το σύνολο να φτάνει τις 360.000 ανά τη χώρα.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η αντικατάσταση ενός λέβητα φυσικού αερίου με αντλία θερμότητας μειώνει κατά 47% τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου για ένα τυπικό ελληνικό νοικοκυριό. Επίσης, υπάρχει και οικονομικό κίνητρο, καθώς το ετήσιο κόστος λειτουργίας ήταν πέρυσι 15 ευρώ/τ.μ. στις αντλίες θερμότητας και πάνω από 20 στη θέρμανση με αέριο.
Οι διαφορές αυτές είναι πιο έντονες αν συγκριθούν οι αντλίες θερμότητας με άλλες μορφές, όπως τα τζάκια. Σχετική έρευνα είχε πραγματοποιήσει στα τέλη του 2023 το ΕΜΠ, φανερώνοντας ότι οι αντλίες είναι η πιο οικονομική μορφή θέρμανσης ακόμα και σήμερα που η ενεργειακή κρίση έχει καταλαγιάσει και οι τιμές έχουν εξομαλυνθεί.