Σε επιφυλακή για την πορεία του δανεισμού που έχει ως εμπράγματη εξασφάλιση κατοικίες, βρίσκεται η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως αποδεικνύει η θέσπιση ανώτατων ορίων δανεισμού σε σχέση με την αξία του ακινήτου, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα του δανειολήπτη.
Σύμφωνα με την απόφαση της ΤτΕ, από 1/1/2025 οι τράπεζες θα δανειοδοτούν για λήψη στεγαστικών δανείων ή δανείων (καταναλωτικά, επαγγελματικά, μικρά επιχειρηματικά) με προσημείωση/υποθήκη σε οικιστικό ακίνητο, με ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τον δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα κατά την έγκριση (debt service-to-income at origination – DSTI-O) 50% για τους αγοραστές για πρώτη φορά και 40% για τους λοιπούς δανειολήπτες, και ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τοn δείκτη δανείου προς την αξία του υπέγγυου ακινήτου κατά την έγκριση (loan-to-value at origination – LTV-O) 90% για τους αγοραστές για πρώτη φορά και 80% για τους λοιπούς δανειολήπτες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πίσω από την απόφαση της ΤτΕ να θεσπίσει πλαφόν δανεισμού, το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες, έχει υιοθετηθεί νωρίτερα από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης στο πλαίσιο της πρόληψης της υπερχρέωσης και του κινδύνου απώλειας κατοικίας, βρίσκεται και η αγωνία της για την βαλτωμένη στεγαστική πίστη. Τα νέα στεγαστικά δάνεια στην Ελλάδα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (μόλις 1,2 – 1,3 δις. ευρώ σε ετήσια βάση), με την άνοδο των επιτοκίων να έχει επηρεάσει αρνητικά τη ζήτηση και επιπλέον, σε μεγάλο ποσοστό, οι αγορές κατοικιών γίνονται με μεγαλύτερη συνεισφορά μετρητών και μικρότερη δανεισμού. Στο πλαίσιο αυτό, τα όρια χρηματοδότησης που θέτει η ΤτΕ τίθενται σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που εφαρμόζουν οι τράπεζες για τους δανειολήπτες και συγκεκριμένα, η αναλογία δανείου – ιδίων κεφαλαίων κινείται στο 35% – 65% ή 30% – 70%.
Την ίδια στιγμή όμως, τα όρια της ΤτΕ λειτουργούν και ως «φράχτης» που δεν θα μπορεί να ξεπεραστεί όταν π.χ. μελλοντικά τα επιτόκια θα είναι χαμηλότερα και η ζήτηση για δανεισμό θα ενισχυθεί, βάζοντας σε πειρασμό τις τράπεζες να «μοιράσουν» δάνεια. Χωρίς να υπολογίζεται επίσης ότι στο «τερέν» των στεγαστικών δανείων μπορούν να δραστηριοποιηθούν πλέον και εταιρείες παροχής πιστώσεων, κάτι που μελλοντικά μπορεί να οξύνει τον ανταγωνισμό για τον πελάτη.
Σημειώνεται ότι από τα όρια που έθεσε η ΤτΕ θα εξαιρούνται δάνεια που είναι μη εξυπηρετούμενα ή βρίσκονται σε ρύθμιση, καθώς και δάνεια τα οποία εμπίπτουν σε προγράμματα στεγαστικής πολιτικής της κυβέρνησης (π.χ. πρόγραμμα «Σπίτι μου»). Επιπλέον, από τα όρια ύψους χορηγούμενου δανείου ή ύψους μηνιαίας δόσης σε σχέση με το εισόδημα θα μπορεί να εξαιρεθεί το 10% του αριθμού των στεγαστικών δανείων που θα χορηγούν οι τράπεζες ανά τρίμηνο.