Οι υψηλές τιμές τόσο των ενοικίων όσο και των κατοικιών προς πώληση που υπάρχουν σήμερα έχουν οδηγήσει τους Έλληνες να στραφούν σε μικρότερα σπίτια, καθώς λόγω του σταθερά χαμηλού εισοδήματός τους, αδυνατούν να συντηρήσουν μεγαλύτερες κατοικίες. Την ώρα που η Αθήνα εξακολουθεί να θεωρείται για τους ξένους αγοραστές ακινήτων μια από τις φθηνότερες πόλεις παγκοσμίως.
Σύμφωνα με την έρευνα της Metron Analysis για τον Σύλλογο Μεσιτών Αθηνών – Αττικής, οι Έλληνες σήμερα ζουν σε σπίτι που δεν καλύπτει τις ανάγκες τους, καθώς στην πλειοψηφία τους είναι μικρά και παλιά. Συγκεκριμένα παρατηρείται απόκλιση κατά 25 τ.μ. ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ιδανική κατάσταση που θα ήθελαν τόσο οι ιδιοκτήτες όσο και οι ενοικιαστές. Όπως αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά η έρευνα όσοι νοικιάζουν σπίτι ιδανικά θα ήθελαν να μείνουν σε 94 τ.μ. αντί για τα 60 τ.μ. που μένει ο μέσος όρος. Την ίδια επιθυμία έχουν και όσοι είναι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι οποίοι μένουν σε σπίτι 95 τ.μ. αντί για 120 τ.μ. που θα αποτελούσαν ιδανικά τετραγωνικά για τους ίδιους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Με αυτά τα δεδομένα και με την αύξηση των τιμών κατοικιών να έχει αγγίξει το 57% από το 2018, η Αθήνα έχει αναδειχθεί στις ακριβότερες πόλεις για την αγορά κατοικίας επιφάνειας 60 τετραγωνικών, καθώς απαιτούνται μισθοί 11,5 ετών για την κάλυψη αυτής της ανάγκης. Τελ Αβίβ, Παρίσι, Τόκυο και Χονγκ Κονγκ είναι οι μόνες ακριβότερες από την Αθήνα, ενώ σε Μαϊάμι, Σαν Φρανσίσκο και Μαδρίτη απαιτούνται οι μισθοί πέντε ετών για την αγορά κατοικίας 60 τετραγωνικών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι επαγγελματίες της αγοράς εκτιμούν ότι η λύση στη στεγαστική κρίση είναι η δημιουργία προσιτής στέγης. Προγράμματα που έτρεξαν, όπως ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, αποτελούν μεν τονωτικές ενέσεις, αλλά πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος στρέβλωσης των τιμών. Η λύση φαίνεται ότι βρίσκεται στα 700.000 κλειστά ακίνητα, στην αξιοποίηση του άγνωστου αριθμού ακινήτων του δημοσίου αλλά και στην κοινωνική αντιπαροχή οικοπέδων πέριξ των μεγάλων πόλεων με την παράλληλη εξεύρεση δημοσιονομικών πόρων.
Ειδικότερα, το πρόγραμμα της κοινωνικής αντιπαροχής, θα εστιάζει στην εύρεση προσιτής κατοικίας για νέους 18-39 ετών, αξιοποιώντας ακίνητα του Δημοσίου μέσω ΣΔΙΤ για την ανέγερση κοινωνικών κατοικιών. Στην πρώτη φάση του προγράμματος θα ανακατασκευαστούν αδρανή κτίρια του Δημοσίου, ώστε να παραχωρηθούν –έναντι μικρού μισθώματος– σε νέους ή νέα ζευγάρια. Σε δεύτερη, θα «τρέξουν» εντός του 2024 οι διαγωνισμοί για να επιλεχθούν οι ανάδοχοι που θα αξιοποιήσουν αδόμητα οικόπεδα της ΔΥΠΑ. με στόχο το 2025 να έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση των πρώτων κατοικιών από τους ιδιώτες κατασκευαστές. Στη συνέχεια η ΔΥΠΑ θα δημοσιεύσει την πρόσκληση για την επιλογή των δικαιούχων, βάσει κοινωνικών κριτηρίων.
Ωστόσο, την ώρα που οι Έλληνες αδυνατούν να αγοράσουν ακόμα και ένα διαμέρισμα 60 τ.μ., οι ξένοι επενδυτές θεωρούν την Ελλάδα μια από τις πιο προσιτές χώρες για αγορά ακινήτων. Σύμφωνα με την έρευνα τη Savills, τα πολυτελή ακίνητα που για τους Έλληνες αποτελούν όνειρο θερινής νυκτός, για τους ξένους επενδυτές αποτελούν μεγάλη επενδυτική ευκαιρία.
Συγκεκριμένα, τα ακίνητα στην Αθήνα κοστίζουν 11.200 ευρώ ανά τετραγωνικό. Στη Βαρκελώνη που είναι η φθηνότερη το αντίστοιχο ποσό είναι 6.700 ευρώ, στη Μαδρίτη 7.400, στο Ντουμπάι 8.400, στο Άμστερνταμ 9.500, στο Βερολίνο 11.300, στη Λισαβόνα 13.100, στο Μιλάνο 15.000, στο Παρίσι 15.300, στο Λος Άντζελες 15.300, στο Τόκιο 19.200, στη Νέα Υόρκη 25.300 και στο Χονγκ Κονγκ, όπου εντοπίζονται τα ακριβότερα πολυτελή ακίνητα στον κόσμο, η μέση τιμή είναι 39.100 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.