Για το πρώτο τρίμηνο του χρόνου η πρόβλεψή της κάνει λόγο για ανάπτυξη 2% χάρη στο χαμηλό επίπεδο σύγκρισης με το αντίστοιχο περσινό χρονικό διάστημα, καθώς και την άνοδο της βιομηχανικής παραγωγής, των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Πιο αναλυτικά αναφέρεται ότι “σύμφωνα με τον επιστημονικό υπεύθυνο της έκδοσης κ. Δημήτρη Μαρούλη, το 1ο 3μηνο του 2017 διανύθηκε σε συνθήκες και πάλι σημαντικής αβεβαιότητας εξαιτίας της καθυστέρησης και της 2ης Αξιολόγησης, καθώς και της ανακοίνωσης των εκτιμήσεων του ΔΝΤ περί μη βιωσιμότητας του Ελληνικού Δημοσίου χρέους. Έτσι, μετά την πτώση του ΑΕΠ κατά -1,35% στο 4ο 3μηνο 2016, η εξέλιξη του ΑΕΠ στο 1ο 3μηνο 2017 αναμένεται να επηρεαστεί αρνητικά από αυτές τις εξελίξεις. Ωστόσο, η μεγάλη αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2017: +9,0%) και της παραγωγής της μεταποιητικής βιομηχανίας (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2017: 3,7%), η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και η εκτιμώμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων από τα πολύ χαμηλά επίπεδά τους στο 1ο 3μηνο 2016, σηματοδοτούν την αύξηση του ΑΕΠ περί το 2,0% στο 1ο 3μηνο 2017. Στη συνέχεια, η ολοκλήρωση και της 2ης Αξιολόγησης έως το τέλος Απριλίου και η αναμενόμενη ενίσχυση του οικονομικού κλίματος και της επενδυτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης για τη χώρα οδηγούν στην εκτίμηση της Stochasis για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% το 2017, ενώ θέτουν τις βάσεις για τη σταθεροποίηση της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας με αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% το 2018, κατά 3,1% το 2019 και κατά 3,2% το 2020.
Σημειώνεται ότι, η ολοκλήρωση της 2ης Αξιολόγησης επιβλήθηκε ουσιαστικά από την εντυπωσιακή εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2016 που φαίνεται ότι έχει καταγράψει Πρωτογενές Πλεόνασμα στη Γενική Κυβέρνηση (ΠΠΓΚ) ύψους άνω του 3,0% του ΑΕΠ έναντι 0,5% του ΑΕΠ που απαιτούσε το 3ο Μνημόνιο. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Stochasis, τα νέα μέτρα περικοπής των παλαιών συντάξεων (της προσωπικής διαφοράς) για μείωση των πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης κατά 1,0% από το 2019 και αύξησης των εσόδων κατά 1,0% του ΑΕΠ (με μείωση του ποσού που αφαιρείται από το φόρο) από το 2020, δεν αναμένεται να έχουν ουσιαστική δημοσιονομική επίπτωση. Δεδομένου ότι, η Stochasis προβλέπει ότι το Πρωτογενές Πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2018 θα υπερβεί (με βάση το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και τα μέτρα που ήδη εφαρμόζονται) το 4,5% του ΑΕΠ το 2018 και το 2019, τα ανωτέρω μέτρα θα μπορούν να αντισταθμιστούν με αντίμετρα ίδιου ύψους. Θα μπορούσαν επομένως να χρησιμοποιηθούν για την εκλογίκευση της φορολογικής επιβάρυνσης των συνεπών φορολογουμένων, που έχει διογκωθεί δυσανάλογα τα τελευταία δύο έτη, καθώς και των συντάξεων των ασφαλισμένων με άνω των 35 ετών ασφάλισης που μειώθηκαν υπέρμετρα με το ν. 4387/2016. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Stochasis, η δαπάνη της χώρας για συντάξεις, ακόμη και χωρίς τα ανωτέρω μέτρα, θα είναι μειωμένη το 2022 στο 13,5% του ΑΕΠ, από το 17,7% του ΑΕΠ το 2016.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Stochasis κ. Βασίλη Ρεγκούζα, οι εκτιμήσεις της Stochasis για μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% στην περίοδο 2017-2020 βασίζονται: α) Στην αναπτυξιακή πορεία των βασικών τομέων της οικονομίας που ήδη είναι σε εξέλιξη από το 2014. β) Στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και ιδιαίτερα της επιχειρηματικής και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, παρά την οπισθοδρόμηση του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου 2017 λόγω της σημαντικής καθυστέρησης των διαβουλεύσεων για τη 2η Αξιολόγηση. γ) Στην αρνητική επίπτωση του αντιαναπτυξιακού-δημοσιονομικού πακέτου των €5,4 δισ. του Ιουνίου 2016.
Όσον αφορά στην ανάπτυξη στην περίοδο 2021-2030, σύμφωνα με τον κ. Βασίλη Σιέμο, συντονιστή της έκδοσης και Μάνατζερ της Stochasis, αυτή θα στηριχθεί: α) στην αύξηση της απασχόλησης με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,8%, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 9,0% το 2026, β) στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας του κεφαλαιακού εξοπλισμού της οικονομίας κατά 1,2% ετησίως, με βάση την αύξηση των επενδύσεων από το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδό τους το 2016 και γ) στην αύξηση της παραγωγικότητας του συνόλου των παραγωγικών συντελεστών της οικονομίας κατά 1,1% ετησίως, με βάση τις σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε η Ελλάδα στην περίοδο 2010-2016”.