Στη διαδικασία που ακολούθησαν χώρες της Ευρωζώνης για την έξοδό τους από το πρόγραμμα στήριξης και τη χρηματοδότησή τους από τις αγορές αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η έκθεση αξιολόγησης για τη χρηματοδοτική βοήθεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ).
Σύμφωνα με την έκθεση, οι τέσσερις χώρες που έχουν βγει από προγράμματα του ΕΤΧΣ ή του ΕΜΣ -Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ισπανία (για τις τράπεζες)- δεν έκαναν χρήση μίας προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον ΕΜΣ για την έξοδό τους στις αγορές, αλλά βασίσθηκαν κυρίως στη δημιουργία σημαντικών ταμειακών αποθεμάτων.
Για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, οι χώρες σε πρόγραμμα έθεσαν ως στόχο να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες τους 6-12 μηνών με ταμειακά αποθέματα, κάτι που βοήθησε στην έκδοση ομολόγων από αυτές.
Για την ενίσχυση των ταμειακών αποθεμάτων τους, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία χρησιμοποίησαν το αδιάθετο ποσό που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους. «Η μεταχείριση των αδιάθετων πόρων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν διαφορετική από τις χώρες που ήταν σε πρόγραμμα. Ανάλογα με το μέσο που είχε προσφερθεί και τον σχεδιασμό του προγράμματος, τα αδιάθετα ποσά που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών είτε χρησιμοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς, είτε ακυρώθηκαν ή επιστράφηκαν. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία έλαβαν το πλήρες ποσό του πακέτου χρηματοδοτικής βοήθειας, αν και δεν χρησιμοποίησαν πλήρως τα ποσά για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το αδιάθετο ποσό αποτέλεσε έτσι μέρος των αποθεμάτων ρευστότητας των χωρών αυτών», αναφέρει η έκθεση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΜΣ δεν ενεργοποίησε ποτέ τα μέτρα προληπτικής στήριξης των χωρών για την επιστροφή τους στις αγορές, όπως μία συμφωνία για μία προληπτική πιστωτική γραμμή μετά την έξοδό τους από το πρόγραμμα. Οι στρατηγικές για την έξοδο από τα προγράμματα, αναφέρει η έκθεση, δεν ήταν καθορισμένες στα αρχικά σχέδια των προγραμμάτων αυτών και οι συζητήσεις για την έξοδο από αυτά άρχιζαν συνήθως περίπου τρία τρίμηνα πριν από την λήξη του κάθε προγράμματος χρηματοδοτικής βοήθειας.
«Τουλάχιστον αρχικά, μία πλειοψηφία αξιωματούχων των χωρών και οι θεσμοί της ΕΕ υποστήριζαν μία τέτοια συμφωνία (προληπτικής στήριξης) μετά το τέλος του προγράμματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ ισχυρίζονταν ότι οι συμφωνίες αυτές (follow-up arrangements) δικαιολογούνταν, καθώς οι χώρες σε όλα τα πρώτα προγράμματα παρέμεναν ευάλωτες σε σοκ μετά την έξοδό τους», σημειώνει η έκθεση. Αν και αυτές οι συμφωνίες συζητήθηκαν, τελικά όλες οι χώρες έκαναν μία «καθαρή» έξοδο.
Η Ιρλανδία ήταν η πρώτη χώρα που βγήκε από πρόγραμμα, διαμορφώνοντας ένα μοντέλο και προηγούμενο που ακολούθησαν οι άλλες χώρες, «καθώς κινήθηκε κατευθείαν στη χρηματοδότηση από την αγορά, χωρίς να ζητήσει ένα πρόσθετο δίχτυ ασφαλείας, όπως μία περαιτέρω επίσημη χρηματοδότηση ή μία προληπτική πιστωτική γραμμή («καθαρή έξοδος»).
H προληπτική πιστωτική γραμμή ήταν η κύρια επιλογή μίας νέας χρηματοδοτικής συμφωνίας που συζητήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις. «Θα πρόσφερε ένα δίχτυ ασφαλείας με λιγότερους αυστηρούς όρους πολιτικής και θα μπορούσε να ήταν πολιτικά πιο αποδεκτή. Ωστόσο, ορισμένοι ερωτηθέντες (σε συνεντεύξεις που έκανε η αξιολογητής) είπαν ότι η αβεβαιότητα για τη μορφή των όρων που θα αντιμετώπιζαν, αποτέλεσε εμπόδιο» για να προχωρήσει η σχετική συζήτηση. «Οι πιθανές, ή εκλαμβανόμενες, πολιτικές επιπτώσεις από τη συνέχιση των όρων πολιτικής ήταν ο κύριος λόγος που παρακίνησε τις χώρες σε πρόγραμμα να απορρίψουν νέες συμφωνίες, σύμφωνα με τους περισσότερους ερωτηθέντες. Αν και ορισμένοι ερωτηθέντες λυπήθηκαν για τη χαλάρωση της πίεσης μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, η κόπωση από τις μεταρρυθμίσεις και η αλλαγή στους εκλογικούς κύκλους δεν έκαναν αποδεκτή τη συνέχιση του εξονυχιστικού ελέγχου από το εξωτερικό», αναφέρεται στην έκθεση.
Οι συνθήκες, υπό τις οποίες σημειώθηκε η έξοδος από το πρόγραμμα, διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών, καθώς ορισμένες βγήκαν μετά από επιτυχείς αξιολογήσεις των προγραμμάτων τους, χωρίς καθυστερήσεις ή εμπόδια (Ιρλανδία και Ισπανία), ενώ η Πορτογαλία και η Κύπρος βγήκαν από τα προγράμματα χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η τελική αξιολόγηση.