Στο βαθμό που μπορεί, χωρίς να αφίσταται των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώκει τον διάλογο και τη συνεννόηση με την Τουρκία.
Η ελληνο-τουρκική διαφορά κρατά δεκαετίες και θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Η λύση της δεν είναι ανέφικτη αλλά είναι πολύ δύσκολη και πάντως δεν θα προέλθει από μια θεαματική κίνηση. Ο λόγος κι εδώ είναι απλός.
Καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να παραχωρήσει στην Τουρκία ότι η Τουρκία απαιτεί και καμιά τουρκική κυβέρνηση δεν πρόκειται να υποχωρήσει εύκολα ή σύντομα από τις απαιτήσεις της. Τούτων δοθέντων, το καλύτερο που πρέπει να επιδιώκουμε είναι η σώφρονα διαχείριση της ελληνο-τουρκικής σχέσης χωρίς ανεδαφικές προσδοκίες.
Ανεδαφική είναι η φιλοδοξία ότι μια κυβέρνηση, που βρίσκεται στο τέλος της τετραετίας της, έχει απολέσει το πολιτικό της κεφάλαιο και στερείται λαϊκής νομιμοποίησης, μπορεί να επιλύσει τη χρόνια ελληνο-τουρκική διαφορά. Με άλλα λόγια, ότι το μοντέλο της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως είπε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μπορεί να εφαρμοστεί και με την Τουρκία.
Οι αντιφατικές και, συχνά, ανερμάτιστες δηλώσεις των κυβερνητικών για τα ελληνο-τουρκικά δημιουργούν επικίνδυνη σύγχυση. Το “ζουζούνισμα” έχει εγκατασταθεί στη ζωή μας και ο έμπειρος αναλυτής θα πρέπει να ξεχωρίζει την ουσία από τον περιβάλλοντα, συχνά εκκωφαντικό, θόρυβο.
Αν το “ζουζούνισμα” είναι πια μέρος της εσωτερικής πολιτικής και θα πρέπει να συμβιβαστούμε με αυτό, στα εξωτερικά και, ειδικά, στα εθνικά θέματα το “ζουζούνισμα” καθίσταται επικίνδυνο.
Η Τουρκία βιώνει μια τιτάνια μάχη για τον επανακαθορισμό της. Ο Ερντογάν επιχειρεί ως νέος Ατατούρκ να οικοδομήσει μια νέα κυρίαρχη μετα-κεμαλική πολιτική ταυτότητα.
Οι δηλώσεις του για την Αγία Σοφία έχουν κυρίως εσωτερική στόχευση και βάλλουν εναντίον των Κεμαλιστών και της κοσμικής κληρονομιάς του Μουσταφά Κεμάλ.
Αντίστοιχα, οι επιθέσεις του Ερντογάν εναντίον της Συνθήκης της Λωζάνης επιδιώκουν την απονομιμοποίηση του κορυφαίου διπλωματικού επιτεύγματος του Κεμάλ και της ιδρυτικής πράξης της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Η ανακίνηση του θέματος των 18 δήθεν διεκδικούμενων από την Τουρκία ελληνικών νησιών ξεκίνησε από τον Κιλιτσάρογλου, ηγέτη της κεμαλικής αντιπολίτευσης, ως αμυντικός ελιγμός στις επιθέσεις του Ερντογάν.
Οι Κεμαλιστές εγκαλούν τον Ερντογάν για έλλειψη ισχυρού πατριωτικού φρονήματος, αφού, υποτίθεται ότι
παραδίδει 18 τουρκικά νησιά στους Έλληνες, και τανάπαλιν. Με άλλα λόγια, οι προκλητικές δηλώσεις έχουν και μια σημαντική εσωτερική αφετηρία και στόχευση.
Η ελληνική διπλωματία πρέπει να έχει έναν ξεκάθαρο στόχο μπροστά της. Τη ματαίωση της συμμετοχής της Τουρκίας στην παραγωγή και την απόκτηση 100 μαχητικών F-35. Τυχόν αναβάθμιση της τουρκικής αεροπορίας με το νέο μαχητικό θα ανατρέψει πλήρως τη στρατιωτική ισορροπία στο Αιγαίο.
Τα γερασμένα και ταλαιπωρημένα μας F-16 δεν θα μπορούν να φέρουν σε πέρας την αποστολή αναχαίτισης των τουρκικών που θα είναι, σε μεγάλο βαθμό, αόρατα και υπερ-ευέλικτα.
Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε τη συνεννόηση με όλες εκείνες τις δυνάμεις, όπως το Ισραήλ, που έχουν συμφέρον από τη ματαίωση μιας τέτοιας εξέλιξης.