Η χθεσινή δεύτερη απόρριψη από το βρετανικό κοινοβούλιο της συμφωνίας που διαπραγματεύθηκε η βρετανική κυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη συντεταγμένη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. α) αυξάνει τις πιθανότητες ενός ασύντακτου Brexit χωρίς συμφωνία, β) αποδυναμώνει έτι περαιτέρω την πρωθυπουργία της Τερέζας Μέι και αυξάνει τις πιθανότητες αντικατάστασής της ή της διενέργειας πρόωρων εκλογών και γ) αποδεικνύει περίτρανα τα τραγικά αδιέξοδα του λαϊκισμού και των ψευδών που καλλιεργήθηκαν γύρω από το Brexit, όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Το δράμα του Brexit εξελίσσεται σε φαρσοκωμωδία καθώς η βρετανική πολιτική τάξη αδυνατεί να συνεννοηθεί και σπαράσσεται από τις εσωτερικές αντιθέσεις που παράγει το Brexit.
Η προκήρυξη του μοιραίου δημοψηφίσματος, από τον τότε συντηρητικό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον, υποτίθεται ότι θα έλυνε το εσωκομματικό πρόβλημα των Συντηρητικών.
Για μια εικοσιπενταετία, από την εποχή που η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε απορρίψει την ιδέα μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, στην περίφημη ομιλία της στην Μπρυζ του Βελγίου το 1988, οι Συντηρητικοί παρέμειναν διχασμένοι στο ζήτημα της Ευρώπης και ως αποτέλεσμα το ΗΒ δεν συμμετείχε στην ευρωζώνη.
Η θεαματική επίδοση του Κόμματος της Ανεξαρτησίας του Νίγκελ Φάραντζ, στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2014, όταν το κόμμα πρώτευσε με το 26,6% των ψήφων, ξεπερνώντας τόσο τους Εργατικούς όσο και τους Συντηρητικούς, αποτέλεσε την αφορμή για την προσπάθεια του Κάμερον να «εξουδετερώσει» το ζήτημα πολιτικά, μέσω της παραπομπής του στην άμεση λαϊκή ετυμηγορία.
Η υπερψήφιση του Brexit από μια μικρή πλειοψηφία των Βρετανών πολιτών άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Ο Κάμερον παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από την πολιτικά λιγότερο ικανή Μέι.
Στη συνέχεια, η Μέι ενεργοποίησε τη διαδικασία εξόδου από την Ε.Ε. χωρίς να έχει ξεκάθαρο σχέδιο που θέλει να πάει και προκήρυξε πρόωρες εκλογές. Παρά τις αρχικές πολύ αισιόδοξες δημοσκοπήσεις, κατάφερε να χάσει την πλειοψηφία και να καταφύγει στη στήριξη των Βορειοιρλανδών Αγγλόφιλων.
Το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας κατέστη κομβικό στις διαπραγματεύσεις και είναι αυτό που προκάλεσε και τη χθεσινή ήττα της Μέι στο κοινοβούλιο. Η Βόρεια Ιρλανδία είναι η μοναδική περιοχή του ΗΒ που διατηρεί ένα χερσαίο σύνορο με ένα άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Η Δημοκρατία της Ιρλανδία επιμένει στην ανάγκη να διατηρηθούν ανοικτά τα σύνορα με τη Βόρεια Ιρλανδία, όπως προβλέπει η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής για την ειρήνευση της Βόρειας Ιρλανδίας, που έχει υπογράψει το ΗΒ με την Ιρλανδία. Το πρόβλημα είναι πως αν το σύνορο διατηρηθεί ανοικτό, τότε ο μόνος τρόπος για να μην αποκοπεί το ΗΒ από μια περιφέρειά του είναι να παραμείνουν τα βρετανικά σύνορα ανοικτά με το σύνολο της Ε.Ε., «εγκλωβίζοντας» το ΗΒ σε μια μόνιμη τελωνειακή ένωση με την Ε.Ε. Κάτι τέτοιο θα εμπόδιζε το ΗΒ, σύμφωνα με τους ευρω-σκεπτικιστές, να ασκεί τη δική του ανεξάρτητη εμπορική πολιτική διεθνώς.
Η Ε.Ε. έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να πιέσει την Ιρλανδία να υποχωρήσει. Για την Ε.Ε. η Ιρλανδία έχει το προβάδισμα, αφού είναι μέλος της, ενώ το ΗΒ έχει επιλέξει να μην είναι.
Σήμερα θα ακολουθήσει νέα ψηφοφορία στο βρετανικό κοινοβούλιο το οποίο θα κληθεί να αποφασίσει ενάντια σε ένα Brexit χωρίς συμφωνία. Η Μέι είναι αναγκασμένη να στραφεί ενάντια στην ευρω-σκεπτικιστική πτέρυγα του κόμματός της.
Η ειρωνεία είναι ότι το δημοψήφισμα του Brexit, που ξεκίνησε για να λυθεί το εσωκομματικό πρόβλημα των Συντηρητικών, μπορεί να οδηγήσει σε μια ενδεχόμενη διάσπαση τους.
Σε κάθε περίπτωση, η Μέι και η πλειοψηφία των Συντηρητικών που ακόμα την ακολουθεί έχουν να επιλέξουν μεταξύ της χώρας και του κόμματος. Είναι σαφές ότι δεν μπορούν να έχουν και τα δυο. Η πιο ανώδυνη λύση για το ΗΒ περνά μέσα από τη διάσπαση, ενδεχομένως προσωρινή, των Συντηρητικών.