Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι και, μαζί της, η βρετανική πολιτική σκηνή, στο σύνολό της, ζουν στιγμές μεγάλης σύγχυσης και ταπείνωσης. Ο τραγέλαφος του Brexit δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο χειρότερος Βρετανός πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, προκήρυξε απερίσκεπτα ένα αχρείαστο αλλά καταστροφικό δημοψήφισμα, για να λύσει το εσωκομματικό του πρόβλημα.
Η Μέι, που τον διαδέχτηκε, ενεργοποίησε το άρθρο 50, για την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς καμία προετοιμασία και σχέδιο και, στη συνέχεια, προκάλεσε πρόωρες εκλογές, στις οποίες έχασε, πέραν κάθε προσδοκίας, την πλειοψηφία, κι έτσι είναι τώρα αναγκασμένη να βασίζεται στη στήριξη των ακραίων της Βόρειας Ιρλανδίας.
Την ίδια ώρα, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης των Εργατικών, Τζέρεμυ Κόρμπιν, ο οποίος ακόμα πιστεύει ότι η Μεγάλη Βρετανία βρέθηκε στη λάθος πλευρά του Ψυχρού Πολέμου, κατάφερε να έρθει δεύτερος και συνεχίζει να υπολείπεται στις δημοσκοπήσεις παρά την παρατεταμένη αυτοκτονία των Συντηρητικών.
Η ίδια η Μέι απέφυγε να διερευνήσει το σύνολο των επιλογών που είχε στη διάθεσή της αλλά ούτε προσπάθησε να κερδίσει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης, από φόβο μην τυχόν διασπάσει το κόμμα της.
Έτσι βρέθηκε δέσμια των σκληροπυρηνικών και σε πλήρες αδιέξοδο. Στο μεταξύ, έχει χάσει το κύρος της αλλά τυπικά δεν μπορεί να αντικατασταθεί πριν τον Δεκέμβριο του 2019. Τέλος, το βρετανικό κοινοβούλιο, το παλαιότερο του κόσμου και άλλοτε αντικείμενο θαυμασμού, αδυνατεί να συμφωνήσει τι θέλει.
Καθώς το δράμα κορυφώνεται, υπό την πίεση και των Ευρωπαίων, που δεν είναι διατιθέμενοι να παρατείνουν τη διαπραγμάτευση επ’ αόριστον, θέτοντας σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της Ε.Ε., φαίνεται πως κάποια πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν. Η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών δεν θέλει ένα άτακτο Brexit χωρίς συμφωνία.
Ήδη, μια ομάδα Συντηρητικών βουλευτών ψήφισε χθες εναντίον της κομματικής γραμμής, μαζί με τους Εργατικούς, για να αναλάβει το κοινοβούλιο την πρωτοβουλία των επόμενων ερωτημάτων που θα τεθούν σε ψηφοφορία. Επιπλέον, φαίνεται πως η συμφωνία της Μέι με την Ε.Ε. παραμένει νεκρή, παρά τις προσπάθειες ανάνηψής της.
Αυτά τα δυο δεδομένα οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: μια μακροπρόθεσμη παράταση της παραμονής στην Ε.Ε., με συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας στις ευρω-εκλογές του Μαΐου, και επαναδιαπραγμάτευση από την αρχή. Η αφετηρία της επαναδιαπραγμάτευσης θα είναι ένα «μαλακό» Brexit, το οποίο θα προβλέπει τη σύνδεση της Μεγάλης Βρετανίας με την Ε.Ε. σύμφωνα με το νορβηγικό πρότυπο, δηλαδή με παραμονή στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση.
Είναι νωρίς να μιλήσει κανείς για ένα δεύτερο δημοψήφισμα αλλά, σίγουρα, αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μπροστά σε αυτόν τον «κίνδυνο», οι σκληροπυρηνικοί του Brexit, στη δεξιά πτέρυγα των Συντηρητικών, μπορεί να δεήσουν να υποστηρίξουν, την ύστατη ώρα, σε μια τρίτη ψηφοφορία, το σχέδιο εξόδου της Μέι.
Η υπερψήφισή του είναι όμως δύσκολη. Καταρχήν, ο πρόεδρος του κοινοβούλιο θα πρέπει να επιτρέψει μια τρίτη ψηφοφορία. Επιπλέον, χρειάζεται η σύμφωνη γνώμη των Βόρειο-Ιρλανδών συμμάχων της Μέι που παραμένουν κάθετα αντίθετοι.
Είναι προφανές ότι παίζεται ένα περίπλοκο σκάκι με πολλούς παίκτες και μεταβλητές και αβέβαια τελική κατάληξη. Το βέβαιο είναι ότι οι αυταπάτες του Brexit έχουν ανατινάξει τη βρετανική πολιτική σκηνή και οι συνέπειές τους θα συνεχίσουν να ταλαιπωρούν τη Μεγάλη Βρετανία για πολλά χρόνια ακόμα.