Οι «μπλέ» φάκελοι που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε στα μέλη της κυβέρνησης στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο μετά την εκλογική νίκη του Ιουνίου περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων και 100 περίπου μεταρρυθμίσεις, εκ των οποίων η μία αφορούσε στην ίδρυση Μη Κρατικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα μέσω της εγκατάστασης παραρτημάτων ξένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός στις προγραμματικές του δηλώσεις είχε αναφερθεί στην πρόθεσή του να προχωρήσει στην υλοποίηση αυτής της μεταρρύθμισης μέσω της οποίας ανοίγει ο δρόμος για την ίδρυση και λειτουργία Μη Κρατικών Πανεπιστημίων που όμως απαιτεί την αναθεώρηση του άρθρου 16.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Την Τετάρτη στο υπουργικό συμβούλιο ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ο υπουργός Παιδείας, θα παρουσιάσει το σχετικό νομοσχέδιο, οι διατάξεις του οποίου θα καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας των παραρτημάτων αλλά και τις διαδικασίες εγγραφής και φοίτησης σε αυτά, αποσαφηνίζοντας παράλληλα ότι δεν τίθεται θέμα υποβάθμισης των δημόσιων πανεπιστημίων. Αντιθέτως προβλέπεται η περαιτέρω αναβάθμισης και η στήριξή τους ώστε να αναπτυχθούν και να καταστούν περισσότερο ανταγωνιστικά σε ευρωπαικό και διεθνές επίπεδο.
Πρόκειται για μια σημαντική, εμβληματική μεταρρύθμιση. Ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στο πλαίσιο της συζήτησης (και ψήφισης) του προυπολογισμού του 2023 έκανε ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των Μη Κρατικών Πανεπιστημίων. Δεν ήταν τυχαία. Ο ίδιος έχει δώσει αγώνα προκειμένου να αρθούν οι αναχρονιστικές λογικές που καθιστούν τη χώρα μας… αποσυνάγωγο σε έναν χώρο στον οποίο ακόμη και η Βόρεια Κορέα κάνει βήματα εκσυγχρονισμού.
Η αναθεώρηση του άρθρου 16 ως προς το σκέλος της ίδρυσης και λειτουργίας Μη Κρατικών Πανεπιστημίων παραμένει μεταξύ των στόχων του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η στάση όμως κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ –και παλαιότερα το ΠΑΣΟΚ- καθιστούν δύσκολη την όποια προσπάθεια. Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένους τους χρόνους που απαιτούνται ώστε να ξεκινήσεις και να ολοκληρωθεί μια αναθεώρηση του Συντάγματος προωθείται μια λύση που δύναται να ανοίξει τον δρόμο για την περαιτέρω ανάπτυξη στο χώρο της Παιδείας. Κυρίως για την εναρμόνιση της χώρας με τα όσα λαμβάνουν χώρα σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Ουσιαστικά πρόκειται για διόρθωση μια ιστορικής εκπαιδευτικής ανορθογραφίας» είχε αναφέρει πρόσφατα ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος αναφερόμενος στον οδικό χάρτη των μεταρρυθμίσεων και στους μπλέ φακέλους των μελών του υπουργικού συμβουλίου.
Και επί της ουσίας το καθεστώς που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα και έχει συνταγματικά κατοχυρωθεί, πλέον, αποτελεί μια «ανορθογραφία», πολύ περισσότερο τη στιγμή που ιδιωτικά κολέγια λειτουργούν ήδη και παρέχουν αναγνωρισμένα πτυχία έχοντας πετύχει την ευρωπαική αναγνώρισή τους.
Επίσης αποτελεί «ανορθογραφία» με βάση ένα ακόμη δεδομένο. Τους χιλιάδες νέους και νέες που φεύγουν για να σπουδάσουν στο εξωτερικό σε ετήσια βάση και ανέρχονται σε αρκετές χιλιάδες, πολλοί εκ των οποίων παραμένουν και εργάζονται εκτός Ελλάδας συμβάλλοντας, χωρίς να το θέλουν, στο λεγόμενο brain drain. Εκτιμάται πως πολλοί από τους νέους και τις νέες που φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό θα μπορούσε να παραμείνουν και να φοιτήσουν στα μη κρατικά πανεπιστήμια εγνωσμένου κύρους που θα λειτουργήσουν (ως παραρτήματα) στην Ελλάδα.
Η πραγματικότητα είναι ότι το «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο» όπως θα είναι ο τίτλος του νομοσχεδίου ανοίγει νέους ορίζοντες για τη χώρα, δεδομένου ότι τα παραρτήματα ξένων μεγάλων ιδρυμάτων δύναται να αποτελέσουν πόλο έλξης και για φοιτητές από το εξωτερικό.
Πέραν των παραπάνω η ουσία είναι ότι προωθείται μια ακόμη εμβληματική μεταρρύθμιση που μπορεί να αποτελέσει και τον προπομπό μιας συνταγματικής αναθεώρησης ενός αναχρονιστικού άρθρου του συντάγματος. Οι ασφαλιστικές δικλείδες που προβλέπονται χαρακτηρίζονται ως ισχυρές σε σημείο που να αίρονται ολες οι πιθανές αμφιβολίες για το σημαντικό αυτό εγχείρημα.
Σε κάθε περίπτωση δημιουργούνται νέα δεδομένα. Τα περί αντισυνταγματικότητας που ήδη θέτουν κόμματα της αριστεράς αλλά και της ακροδεξιάς καταρρίπτονται ήδη από συνταγματολόγους. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι τελικά αν τα περί προοδευτικότητας που εκστομίζονται κατά διαστήματα κινούνται σε μια βάση που δεν αγγίζει την πλειοψηφία των πολιτών, αφού οι αντιδράσεις σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις ανάγονται στη σφαίρα του ακραίου συντηρητισμού.