Η εντυπωσιακή κατάρρευση της υπόληψης της βρετανικής κυβέρνησης, εξαιτίας της πίεσης του Brexit, αποτελεί μια όψη ενός ευρύτερου πανευρωπαϊκού φαινομένου.
Το παραδοσιακό κομματικό σύστημα που κυβέρνησε την Ευρώπη μεταπολεμικά και την κατέστησε αξιοζήλευτη παγκοσμίως, για το αξιοθαύμαστο επίπεδο της δημοκρατίας, της προστασίας των δικαιωμάτων, της ευημερίας, του κοινωνικού κράτους και της διακρατικής συνεργασίας, έχει αποσταθεροποιηθεί, σε τέτοιο βαθμό, που έχει καταστήσει τη διακυβέρνηση της Ευρώπης πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο ριζοσπαστικός λαϊκισμός, κυρίως στα ακροδεξιά του πολιτικού φάσματος, δεν εκτονώνεται. Η Ευρώπη συγκλονίζεται από ένα κύμα αντίδρασης και άρνησης, την ώρα που οι προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης απαιτούν λύσεις και κατάφαση.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθίστανται κυβερνήσεις-ζόμπι χωρίς δυνατότητα ή θέληση για διακυβέρνηση. Η πράξη αντικαθίσταται από το θέατρο και την επικοινωνία, οι αλλαγές αναβάλλονται, τα προβλήματα αποκρύπτονται και οξύνονται. Αυτή τη στιγμή, η Ευρώπη είναι ουσιαστικά ακυβέρνητη και η έντρομη πολιτική της τάξη περιμένει την αποδοκιμασία των προσεχών ευρω-εκλογών χωρίς εμφανή περιθώρια αντίδρασης.
Η Ισπανία έχει μια κυβέρνηση ισχνής κοινοβουλευτικής μειοψηφίας που δεν μπορεί να ψηφίσει ούτε νόμους ούτε τον προϋπολογισμό. Στην Ιταλία ο συνασπισμός αριστερό-δεξιών τσαρλατάνων θεωρεί ότι η καθίζηση της τελευταίας τριακονταετίας αντιμετωπίζεται με τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Η Βρετανία συγκλονίζεται από μια πολιτική κρίση που τείνει να μετατραπεί σε συνταγματική και όπου όλοι, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κρύβονται πίσω από φαντασιώσεις, αδυνατώντας να συμβιβάσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με τις σκληρές οικονομικές του συνέπειες.
Στη Γερμανία, τη χώρα με το σταθερότερο πολιτικό σύστημα ως τώρα, τα άλλοτε κραταιά κυβερνητικά κόμματα συρρικνώνονται διαρκώς και από το 80% των ψήφων, που λάμβαναν πριν μερικά χρόνια, μετά βίας φθάνουν το 40% σήμερα, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η Άνγκελα Μέρκελ εξαναγκάστηκε σε αποχώρηση από την προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών και το ρολόι ήδη μετράει αντίστροφα για την αντικατάστασή της και στην καγκελαρία. Τέλος, ο φέρελπις Εμμανουέλ Μακρόν οδηγήθηκε σε άτακτη και ταπεινωτική υποχώρηση μπροστά στις μαζικές αντιδράσεις των «κίτρινων γιλέκων» και κινδυνεύει να απολέσει κάθε μεταρρυθμιστική δυνατότητα, με ότι αυτό σημαίνει για την τόσο αναγκαία περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης.
Όλα δεν έχουν χαθεί. Υπάρχουν περιπτώσεις ουσιαστικής ανανέωσης και ανάκαμψης. Στην Ισπανία οι φιλελεύθεροι-μεταρρυθμιστές Ciudadanos ενισχύονται, διεκδικώντας να υποσκελίσουν το Λαϊκό Κόμμα ως την κυρίαρχη δύναμη της κεντροδεξιάς ενώ οι αριστεροί λαϊκιστές Podemos παρακμάζουν και δεν απειλούν πια τους Σοσιαλιστές. Στη Γερμανία οι μετριοπαθείς και εκσυγχρονισμένοι Πράσινοι, και όχι η Αλτερνατίβα, κέρδισαν τις τελευταίες τοπικές εκλογές. Ο νεαρός Αυστριακός καγκελάριος, Σεμπάστιαν Κουρτς, αποδεικνύεται πολύ περισσότερο Ευρωπαίος από ότι κάποιοι πίστευαν. Και οι Σοσιαλιστές στην Πορτογαλία κέρδισαν το στοίχημα της κυβερνησιμότητας στον καιρό της κρίσης.
Ακόμα και στην Ελλάδα, η οποία πρωτοστάτησε στη λαϊκιστική έκρηξη που συνέθλιψε το παλαιό κομματικό σύστημα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια διόρθωση. Το ζητούμενο βέβαια παραμένει η ελληνική κυβέρνηση να αποκτήσει τη θέληση και τη δύναμη να κυβερνήσει, αφού για χρόνια κινούνταν στους ρυθμούς που υπαγόρευαν είτε η τρόικα είτε τα όποια ισχυρά συμφέροντα. Οι εκλογές που έρχονται θα κρίνουν αν η πολιτική μπορεί να αναγεννηθεί προς όφελος της λαϊκής πλειοψηφίας ή αν θα υποταχθεί οριστικά σε εξω-θεσμικά συμφέροντα, εμπεδώνοντας την απάθεια και την παρακμή. Με άλλα λόγια, αν η χώρα θα αποκτήσει πραγματική κυβέρνηση ή αν θα συνεχίσει να κυβερνιέται από ζόμπι που παριστάνουν ότι κυβερνούν.