Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα από τα πλέον αγαπημένα «σπορ» των κατοίκων της χώρας. Η διαφωνία, που πολλές φορές οδηγεί στο διχασμό. Σε κάθε περίπτωση και για κάθε θέμα που ανακύπτει ή που τεχνηέντως δημιουργείται και απασχολεί τη δημοσιότητα και κυρίως την πολιτική ατζέντα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η μεγάλη μεταρρυθμιστική τομή των Μη Κρατικών Πανεπιστημίων και ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών σε συνδυασμό, το δεύτερο, με την τεκνοθεσία.
«Πρόθεσή μου» ανέφερε την Κυριακή ο πρωθυπουργός «δεν είναι να διχάσω την ελληνική κοινωνία. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να διευθετήσουμε ένα ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ισότητας. Να αναγνωρίσουμε νομικά μια πραγματικότητα που υφίσταται και στη χώρα μας. Προσεγγίζουμε το θέμα από τη σκοπιά της δικαιοσύνης και της αντιμετώπισης αδικιών και ανισοτήτων με γνώμονα το συμφέρον των παιδιών».
Είχε προηγηθεί η συνέντευξή του στην ΕΡΤ όπου είχε δηλώσει «κανείς δεν ζημιώνεται από ένα τέτοιο ζήτημα. Μπορεί να διαφωνεί κάποιος αλλά δεν ζημιώνεται. Δεν παίρνουμε κάτι από κάποιον για να το δώσουμε σε κάποιον άλλον. Κάνουμε μια κίνηση σημαντική ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας μικρής μερίδας συμπολιτών μας».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Επί της ουσίας αυτό είναι και το ζήτημα. Όσα ακούγονται γενικότερα αφορούν άλλης τάξης συζήτηση που έχει άλλο υπόβαθρο. Συνδέεται με άλλα ζητήματα και σίγουρα όχι με θέματα που αφορούν δικαιώματα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς αυτό που είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ίδια συνέντευξη. Δηλαδή ότι στη χώρα μας υπάρχει νομοθεσία από το 1946 σύμφωνα με την οποία «μια γυναίκα μόνη μπορεί να υιοθετήσει. Ένας άντρας μόνος μπορεί να υιοθετήσει».
Πρόσθεσε μάλιστα ότι με βάση αυτή τη νομοθεσία «ένας άντρας μόνος, λοιπόν, μπορεί να υιοθετήσει. Αφού δεν βάζουμε αστυνόμο ηθικής στο σπίτι του. Μπορεί αύριο να θέλει ο άντρας αυτός να συζήσει με κάποιον άλλον. Του έχουμε δώσει το δικαίωμα να υιοθετήσει ήδη» για να υπογραμμίσει πως «γι’ αυτό και νομίζω ότι αυτή η συζήτηση έχει μια αξία. Ακριβώς γιατί είναι πολύ σύνθετη και πρέπει να εξηγήσουμε στους πολίτες ακριβώς τι κάνουμε, τι δεν κάνουμε, τι ισχύει, τι δεν ισχύει και γιατί τελικά το κύριο μέλημά μου, και εγώ πρέπει να σας πω ότι πήρα οριστικά την απόφαση ότι θέλω να προχωρήσω με το νομοσχέδιο αυτό, όταν άκουσα τις ιστορίες των παιδιών. Αφορά πρωτίστως τα παιδιά αυτά τα οποία υπάρχουν».
Το ζήτημα είναι πως υπάρχει διαφωνία για τη διαφωνία. Όπως και στην περίπτωση των Μη Κρατικών Πανεπιστημίων. Αν ακούσει κανείς τι λένε αυτοί που διαφωνούν θα καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Οι πρώτες συγκεντρώσεις… διαμαρτυρίας ανέδειξαν αυτές τις διαφωνίες που μάλιστα συμπεριλαμβάνονται και στις αντιδράσεις του ΣΥΡΙΖΑ. «θα υποβαθμιστούν τα δημόσια ΑΕΙ» λένε. «Θα γίνει εξαγορά πτυχίων» συνεχίζουν. «Θα παίρνουν πτυχία αυτοί που δεν μπήκαν στα ΑΕΙ με τις πανελλαδικές εξετάσεις» προσθέτουν. Λένε και άλλα πολλά. Ξεχνώντας ίσως ότι αυτοί που δεν θα μπουν και μπορούν, οικονομικά έχουν τη δυνατότητα να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Όπως κάνουν ήδη, εδώ και δεκάδες χρόνια, πολλοί νέοι. ΟΙ οποίοι σημειωτέον, επιστρέφουν στην Ελλάδα και τα πτυχία τους αναγνωρίζονται.
Με απλά λόγια οι περισσότερες διαφωνίες κατατίθενται για να κατατίθενται. Για να δημιουργείται κλίμα και για να εμφανίζονται κάποιοι ως… αντιστασιακοί και να δημιουργείται ντόρος.
Τα δύο αυτά παραδείγματα δεν είναι τυχαία. Τόσο σε ό,τι αφορά τη λειτουργία Μη Κρατικών Πανεπιστημίων στη χώρα όσο και το θέμα του γάμου ομόφυλων ζευγαριών μπορεί να μην είναι στην ίδια κατηγορία, αναφορικά με το πόσους αφορούν και το γεγονός ότι το ένα είναι μια μεταρρύθμιση και το άλλο απλά η επικύρωση ζητήματος που αφορά ίσα δικαιώματα, εν τούτοις προσομοιάζουν ως προς τις αντιδράσεις και το πώς καταφέρνει η ελληνική κοινωνία, όπως προκύπτει και από τις δημοσκοπήσεις, να μοιράζεται στα δύο.
Το τραγικότερο πάντως είναι ο τρόπος αυτού του διαμοιρασμού. Συγκεκριμένα, αυτοί που φωνάζουν – και επιχειρούν να δημιουργήσουν πολιτικό θέμα, υπέρ του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και της τεκνοθεσίας επικαλούνται πρότυπα άλλων χωρών. Όταν όμως η συζήτηση πάει στα Μη Κρατικά Πανεπιστήμια τότε τα πρότυπα των άλλων χωρών ξεχνιούνται. Οι άλλες χώρες γίνονται παράδειγμα προς αποφυγή και σηκώνονται τα λάβαρα της… επανάστασης. Το ίδιο (σε μικρότερη κλίμακα είναι αλήθεια) και από την άλλη πλευρά.
Και στις δύο περιπτώσεις η πραγματικότητα ξεπερνά τις όποιες αντιδράσεις. Η ίδια αυτή πραγματικότητα αναδεικνύει την ανάγκη για αλλαγές. Όποιος αρνείται να τη δει μένει προσκολλημένος σε καταστάσεις και αναλώνει χρόνο – εργατοώρες θα έλεγε κανείς – σε ζητήματα που έχουν λυθεί ήδη. Απλά η επικύρωσή τους δημιουργεί τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες τη συμπόρευση σε μια κοινωνία που θα μπορεί να διατηρεί τη συνοχή της.