Οι δημοσκόποι και οι πολιτικοί αναλυτές καταγράφουν το πρωτόγνωρο φαινόμενο της συνεχούς κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, ενώ βρίσκεται ήδη στη δεύτερη κυβερνητική θητεία. Η άποψη πως δεν υπάρχει αντιπολίτευση είναι η μια πλευρά του νομίσματος.
Η άλλη έχει πιο συγκεκριμένα αίτια και συνδέεται με μια φράση που ο ίδιος είπε στη συνεδρίαση της Βουλής και της συζήτησης σε επίπεδο αρχηγών για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας και του Έβρου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Συγκεκριμένα ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στις επιλογές μεγάλες και μικρές που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση κάθε μέρα τονίζοντας ότι: «είναι η μεγάλη απόσταση μεταξύ της πραγματικής, εφαρμοσμένης πολιτικής και της έκθεσης ιδεών». Και αυτή είναι η ουσία ίσως και η απάντηση ως προς το ερώτημα που αφορά το λόγο που παραμένει κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό.
Όντως η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ καθιστά αποτρεπτική την όποια ταύτιση των ψηφοφόρων με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δύσκολα, αν δεν διαθέτει κάποιος οπαδικά χαρακτηριστικά, δύναται να ταυτιστεί με ένα σύστημα που βρίσκεται στη φάση ενός σκληρού –του πιο σκληρού ίσως- εμφύλιου πολέμου.
Από την άλλη η «σοβαρή» αντιπολίτευση που έχει υποσχεθεί ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει κάνει ακόμη την εμφάνισή της. Μπορεί η όποια άνοδος των ποσοστών καταγραφεί δημοσκοπικά να την φέρει στο προσκήνιο. Προς το παρόν όμως αυτό που ακούγεται είναι μια μόνιμη κριτική, μια καταγραφή παραπόνων, που τελικά δεν περιλαμβάνει ένα διά ταύτα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Διότι αντιπολίτευση δεν σημαίνει μόνο «κουνάω το δάχτυλο» , επικρίνοντας και κατακρίνοντας τα πάντα, λέγοντας διαρκώς όχι σε όλα. Σημαίνει καταθέτω προτάσεις που δύναται να υλοποιηθούν. Που έχουν αρχή, μέση και τέλος ως προς την εφαρμογή τους σε μια κοινωνία στην οποία πρέπει να συνδυαστεί η ανάταξη και η ανάπτυξη με τη συνοχή.
Τα θέματα που έθεσε στη δευτερολογία του ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδεικνύουν αυτή τη διαφορά. Καταγράφοντας κινήσεις, αποφάσεις και πράξεις της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού ως προς τα θέματα της κλιματικής κρίσης, της διαχείρισής της και των καταστροφών που προκλήθηκαν σε Θεσσαλία και Έβρο μίλησε ταυτόχρονα για το κυβερνητικό έργο θέτοντας ο ίδιος ερωτήματα αναφορικά με το κατά πόσο έπρεπε ή δεν έπρεπε να υπάρξει κάποια παρέμβαση.
«Καταλαβαίνω το ρόλο της κριτικής, αλλά από την άλλη οι προτάσεις -τονίζω- πρέπει να είναι συγκεκριμένες. Δεν είναι πρόταση ένας τίτλος: «χρειαζόμαστε παραγωγική ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας». Τι μου λέει αυτό το πράγμα; Δεν λέει απολύτως τίποτα» σημείωσε ο πρωθυπουργός τονίζοντας: «Εκεί που θα χρειαστεί πραγματικά να κριθείτε και εσείς είναι στα δύσκολα διλήμματα».
Ζήτησε προτάσεις που να μπορούν να εφαρμοστούν. Διότι τα ευχολόγια είναι καλά και ακούγονται καλύτερα. Το θέμα είναι κατά πόσο δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο εφαρμοσμένης πολιτικής. Σε αυτό το σημείο καταγράφονται και οι διαφορές αποτελώντας το κριτήριο που τελικά οι πολίτες χρησιμοποιούν για να τοποθετηθούν σχετικά με τις επιλογές του στην πολιτική σκηνή.
Η απάντησή του στον Νίκο Ανδρουλάκη για το θέμα της χρήσης φυσικού αερίου ίσως είναι η χαρακτηριστικότερη. Ειδικότερα ανέφερε ο Πρωθυπουργός ότι «η κατανάλωση φυσικού αερίου στη χώρα μας βαίνει μειούμενη. Αν εσείς έχετε μία μαγική λύση, τεχνολογική για το πώς ένα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να παράγει ηλεκτρική ενέργεια μόνο από ανανεώσιμες, μην ενημερώσετε μόνο εμάς, είμαι σίγουρος ότι ο ΟΗΕ θα σας δώσει το βήμα στο Ντουμπάι για να εξηγήσετε πώς αυτό μπορεί να γίνει».
Για να σημειώσει ότι: «Αν δεν φυσάει και αν δεν έχει ήλιο, δεν μπορούμε να παράγουμε ενέργεια από τις ΑΠΕ και θα χρειαζόμαστε και άλλη πηγή ενέργειας. Αν δεν θέλετε φυσικό αέριο, να μας το πείτε, γιατί μία επιλογή υπάρχει ακόμη, είναι τα πυρηνικά, αν πιστεύετε ότι η χώρα πρέπει να αποκτήσει πυρηνική ενέργεια, να βγείτε ανοιχτά να μας το πείτε».
Ακόμη όμως και στα προβλήματα της καθημερινότητας, ειδικά στην ακρίβεια που έχει ξεφύγει οι πολίτες εμφανίζονται να επικρίνουν την κυβέρνηση αλλά να μην υιοθετούν την καταστροφολογία της αντιπολίτευσης Και αυτό είναι μια σημαντική παράμετρος αφού μέσα από την αντιπολίτευση που αγγίζει τα όρια του λαϊκισμού, σε πολλές περιπτώσεις, δεν παράγονται προτάσεις ή μη μόνο αφορισμοί.