Όπως ανακοινώθηκε, η κυβέρνηση αναθέτει τη στρατηγική μελέτη αξιοποίησης των διαθέσιμων κεφαλαίων για τη χώρα μας από το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ σε μια Επιτροπή ειδικών. Διαβάζοντας τη σύσταση αυτής της Επιτροπής, διαπιστώνω ότι τα πρόσωπα που την απαρτίζουν είναι ιδιαιτέρως αξιόλογα, με σημαντικό ακαδημαϊκό έργο κυρίως στον τομέα των οικονομικών επιστημών.
Η ιδέα σχηματισμού μιας τέτοιας Επιτροπής, η οποία να αναφέρεται απευθείας στον πρωθυπουργό, είναι επίσης εξαιρετική, δεδομένου ότι ο στρατηγικός της χαρακτήρας υπαγορεύει την ανάγκη οι εισηγήσεις της να φθάνουν καταρχάς στην ανώτατη κυβερνητική βαθμίδα. Η ολιγομελής σύνθεση αυτής της Επιτροπής είναι επίσης μια καλή επιλογή, αφού – εάν χρειαστεί πρόσθετους συνεργάτες – θα έχει τη δυνατότητα να προσκαλέσει εκτάκτως και πρόσωπα ειδικευμένα σε συγκεκριμμένους τομείς της οικονομίας.
Εκείνο που πρέπει επίσης να σημειωθεί είναι ότι – εκ της σύνθεσής της – η εν λόγω Επιτροπή απαρτίζεται κυρίως από ακαδημαϊκούς, σπουδαίους και διεθνώς αναγνωρισμένους στον τομέα της οικονομικής επιστήμης. Το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσον η ακαδημαϊκή ιδιότητα των μελών της Επιτροπής είναι μεν αναγκαία αλλά όχι απαραίτητα και ικανή για να επιτύχει στο έργο της. Από την εμπειρία προκύπτει ότι συχνά η απουσία της πραγματικής οικονομίας, των επιχειρήσεων και της Αγοράς, από αυτές της επιτροπές δημιουργεί ερωτηματικά ως προς το πρακτικό αποτέλεσμα των εισηγήσεών τους προς τις κυβερνήσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι απαραίτητο η Επιτροπή αυτή να μελετήσει και να αναλύσει τα μακρο-οικονομικά δεδομένα της χώρας, αλλά επίσης να «δείξει» προς τα πού πρέπει να επενδυθούν τα σημαντικά κεφάλαια της ΕΕ ώστε να προκύψει το βέλτιστο αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά στην βιώσιμη αναβάθμιση του οικονομικού μοντέλου της χώρας. Ένας βασικός στόχος θα ήταν π.χ. ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και των συναφών υπηρεσιών της. Ένας άλλος στόχος θα ήταν π.χ. η δημιουργία ενός νέου παραγωγικού ιστού σε επιλεγμένους τομείς υψηλής τεχνολογίας.
Κατά τη γνώμη μου, έργο της Επιτροπής πρέπει να είναι η «κατεύθυνση» και όχι η «συγκεκριμενοποίηση» των κυβερνητικών παρεμβάσεων στην οικονομία. Να σημειώσω ότι, αυτές οι κατευθύνσεις που θα εισηγηθεί η Επιτροπή, δεν είναι καθόλου εύκολο έργο. Το αντίθετο μάλιστα. Θα έλεγα ότι εάν οι «γραμμές» που θα δοθούν από την Επιτροπή δεν είναι κατάλληλες για τις ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας, τότε η κατεύθυνση θα αποβεί λανθασμένη στην πρακτική εφαρμογή της.
Ας μη λησμονούμε ότι επάνω στα συμπεράσματα αυτής της Επιτροπής θα διαμορφωθεί μια ολόκληρη στρατηγική της κυβέρνησης για το μέλλον. Και για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής θα γίνει μία σειρά από στοχευμένες επενδύσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα. Εάν η στρατηγική είναι λάθος, τότε οι επενδύσεις αυτές δεν θα επιτύχουν το σκοπό τους. Συνεπώς, τα μέλη της Επιτροπής έχουν πράγματι μεγάλη ευθύνη για την κατάρτιση μιας τεκμηριωμένης εισήγησης προς την κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές επιλογές της.
Από την άλλη, αν υποθέσουμε ότι καταρτίζεται ένα πλαίσιο εναλλακτικών επιλογών, τότε είναι στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης να καταλήξει σε ένα οριστικό επενδυτικό σχέδιο κατά τομέα και να δεσμεύσει τα αντίστοιχα κεφάλαια για την υλοποίησή του. Αλλά, ακόμη και εάν αυτό το σχέδιο είναι αποδεκτό και από την ΕΕ, δεν φθάνει μόνον αυτό για να προχωρήσει η υλοποίηση του κυβερνητικού σχεδιασμού.
Πρέπει να υπάρξουν και συγκεκριμμένες προτάσεις, οι οποίες να ενταχθούν μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Και εδώ είναι που συχνά δημιουργείται άλλο ένα πρόβλημα, το οποίο ειδικά στη χώρα μας το έχουμε δει να συμβαίνει. Δεν υπάρχουν σοβαρές προτάσεις, μελετημένες και τεκμηριωμένες για να χρηματοδοτηθούν. Είναι γνωστή η εμπειρία μας από τη χαμηλή απρροφητικότητα κονδυλίων μέσω των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, στο τελευταίο των οποίων η απώλεια κεφαλαίων έφθασε τα 10 δις ευρώ!
Είναι επομένως εξαιρετικά σημαντικό να υπάρξουν σοβαρές προτάσεις, οι οποίες να κινούνται στις στρατηγικές κατευθύνσεις της συγκεκριμμένης Επιτροπής και να εντάσσονται στον τελικό σχεδιασμό της κυβέρνησης. Ακόμη περισσότερο, πρέπει να υπάρξουν προτάσεις για μεγάλες και «τολμηρές» αναπτυξιακές επενδύσεις που χρειάζεται η χώρα για να αλλάξει «πρόσωπο» η οικονομία της στο μέλλον.
Πέραν των γνωστών θεωριών περί «τελευταίας ευκαιρίας» της χώρας, χρειάζεται να γίνει πολλή δουλειά από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα, ώστε να προχωρήσουν γρήγορα τα πράγματα, εάν θέλουμε να είμαστε έτοιμοι το 2021 για να απορροφήσουμε τα διαθέσιμα κεφάλαια από την ΕΕ.
Φέρνω στο μυαλό μου την περίπτωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, όταν αυτές οι δύο χώρες έγιναν επιςήμως το 11ο και το 12ο μέλος της ΕΕ το 1986. Βρισκόμουν τότε στις Βρυξέλλες. Κατά τη διάρκεια του συμβουλίου των Υπουργών Ενέργειας είχα την ευκαιρία να συναντήσω τους εκπροσώπους αυτών των δύο χωρών. Το θέμα του συμβουλίου αφορούσε στη χρηματοδότηση προγραμμάτων όλων των χωρών-μελών για την Ενέργεια. Θυμάμαι τους «νεόφερτους» Ισπανούς και Πορτογάλους να έχουν μπροστά τους πελώρια ντοσιέ με τις προτάσεις των χωρών τους για τη χρηματοδότησή τους. Τους ρώτησα επ’ αυτού και μου είπαν ότι είχαν οργανωθεί δύο χρόνια πριν γίνουν μέλη της ΕΕ για να έχουν έτοιμα προγράμματα προς άμεση χρηματοδότηση. Αναθέσαμε, μου είπαν, σε μεγάλες αμερικάνικες εταιρείες συμβούλων να μας ετοιμάσουν αυτά τα ντοσιέ με τα μεγάλα έργα των χωρών μας!
Η ενημέρωση που μου έκαναν δυστυχώς δεν τελείωσε εκεί. Όταν τους ρώτησα να μου πουν το ποσοστό απορρόφησης που εκτιμούν για τα προγράμματά τους, μου απήντησαν αμέσως «105%». Απορημένος, ξαναρώτησα: Πώς γίνεται να πάρετε πάνω από το 100% που προβλέπεται για τις χώρες σας; Η απάντηση μου ήρθε σαν αστραπή: Θα πάρουμε και κάτι επιπλέον από τα κεφάλαια που δεν θα απορροφήσετε εσείς, η Ελλάδα, από το ίδιο πρόγραμμα!!!
Με αυτή την εμπειρία κατά νου, πιστεύω ότι πρέπει να κινηθούμε γρήγορα και να χρησιμοποιήσουμε κατάλληλους μελετητές και συμβούλους για να μας ετοιμάσουν σοβαρές και αξιόπιστες προτάσεις για το 2021 και μετά. Και όπως προανέφερα, αυτό δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, δουλειά της νεότευκτης κυβερνητικής Επιτροπής, η οποία έχει άλλο έργο να κάνει. Είναι δουλειά άλλου επιπέδου και απαιτεί έμπειρους μελετητές και συμβούλους, οι οποίοι να φέρουν στο «τραπέζι» ολοκληρωμένες προτάσεις, έτοιμες προς έγκριση, άμεση χρηματοδότηση και με συγκεκριμμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Σε όλο αυτό το τεράστιο εγχείρημα, θα εμπλακούν πολλοί φορείς του Δημοσίου και του Ιδιωτικού Τομέα. Η Επιτροπή θα ετοιμάσει βεβαίως τον επενδυτικό «χάρτη» και θα τον παραδώσει στην κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα όμως αρχίζει η δύσκολη φάση των επιλογών και των αποφάσεων για να φθάσουμε στην υλοποίηση.
Είναι μακρύς ο δρόμος και δεν έχουμε μεγάλη πολυτέλεια χρόνου.
Ας ξεκινήσουμε αμέσως!