Τρίτη, 26 Νοε.
15oC Αθήνα

Η πόλη επί σκηνής: το αρχαίο δράμα

Το καλοκαίρι είναι συνυφασμένο με θεατρικές παραστάσεις αρχαίου δράματος. Ας δούμε όμως περί τίνος πρόκειται.

Οι γιορτές αποτελούν διάλειμμα στην καθημερινότητα, λειτουργούν ως αφετηρία για τη διαμόρφωση κανονικότητας στη ζωή μιας κοινωνίας και ταυτόχρονα δρουν θετικά για τη δημιουργία συλλογικής συνείδησης των ατόμων που αποτελούν μια κοινωνία. Οι γιορτές λοιπόν μπορούν να επιδράσουν καταλυτικά στη διαμόρφωση ταυτότητας, όταν μάλιστα η θέσπισή τους γίνεται μ’ αυτό το σκοπό.

Ο Πεισίστρατος, ο πρώτος τύραννος της Αθήνας, είχε αντιληφθεί ότι οι γιορτές επηρεάζουν τους πολίτες υπέρ αυτού που τις καθιερώνει. Έτσι, κατά τις υπάρχουσες μαρτυρίες, θέσπισε τα εν άστει ή Μεγάλα Διονύσια, στο πλαίσιο ενός γενικότερου εξωραϊσμού της πόλης. Παράλληλα με την επιθυμία του να δώσει αίγλη σε αυτήν, είχε ως στόχο και την αποδυνάμωση των αντιπάλων του στη συνείδηση του λαού της Αθήνας και τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του.

Τα Μεγάλα Διονύσια γίνονταν στα τέλη Μαρτίου (τον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα) και διαρκούσαν στην αρχή πέντε και αργότερα έξι μέρες, από τις οποίες οι τρεις και μετέπειτα οι τέσσερις τελευταίες ήταν αφιερωμένες στις θεατρικές παραστάσεις. Τρεις ποιητές αγωνίζονταν μπροστά στο κοινό, ο καθένας με τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα.

Η δραματική ποίηση ξεκίνησε από τις διονυσιακές τελετές, στις οποίες ψαλλόταν ο διθύραμβος, άσμα συνοδευόμενο από αυλό και ορχηστρικές ή μιμικές κινήσεις. Το θρησκευτικό χαρακτήρα του διθυράμβου διατήρησε το δράμα, αφού παρουσιαζόταν πάντα στο πλαίσιο των εορτών προς τιμήν του Διονύσου. Στο σατυρικό δράμα εξάλλου οι χορευτές παρίσταναν σατύρους, τους συνοδούς του θεού. Έντονο όμως ήταν και το πολιτικό στοιχείο, το οποίο εκφράζεται όχι μόνον στο περιεχόμενο των έργων, αλλά και στις διαδικασίες που ακολουθούνταν στην προετοιμασία της διεξαγωγής του δραματικού αγώνα:

Η παράσταση (διδασκαλία) των τραγωδιών και του σατυρικού δράματος, τις τρεις τελευταίες μέρες των Μεγάλων Διονυσίων, είχε διαγωνιστικό χαρακτήρα. Όσοι ποιητές επιθυμούσαν να πάρουν μέρος υπέβαλλαν στον επώνυμο άρχοντα 3 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα και «εζήτουν χορόν». Ο επώνυμος άρχων «εδίδου χορόν» στα έργα τριών ποιητών και όριζε τους χορηγούς, τους οποίους είχαν υποδείξει οι φυλές. Οι χορηγοί αναλάμβαναν τα έξοδα που απαιτούνταν για τη διδασκαλία και την εμφάνιση των μελών του χορού, καθώς και για το χώρο των δοκιμών. Οι επιλεγμένοι τρεις ποιητές και οι ηθοποιοί (υποκριταί), τρεις για τον κάθε ποιητή, αμείβονταν από την πόλη.

Λίγο πριν από την ημέρα έναρξης των παραστάσεων καταρτιζόταν προκαταρκτικός κατάλογος των κριτών: τα ονόματα 500 Αθηναίων, 50 από κάθε φυλή, γράφονταν σε πινακίδια που τα έριχναν σε 10 υδρίες (μία για κάθε φυλή), τις οποίες σφράγιζαν και τοποθετούσαν στον οπισθόδομο του Παρθενώνα. Το πρωί της πρώτης μέρας των παραστάσεων έφερναν τις υδρίες στο θέατρο και από κάθε υδρία κλήρωναν ένα πινακίδιο. Οι δέκα που κληρώνονταν παρακολουθούσαν τις παραστάσεις και έγραφαν την κρίση τους σε πινακίδια. Με κλήρωση επίσης γινόταν η επιλογή των 5 κριτών, που η γνώμη τους ήταν αποφασιστική για το βραβείο και με κλήρωση οριζόταν η σειρά παρουσίασης των έργων του κάθε ποιητή.

Ακολουθούσε θυσία χοιριδίου και περιφορά των πίθων που περιείχαν τις εισφορές των πόλεων της Δηλιακής συμμαχίας, πράξη που αποσκοπούσε στην επίδειξη της δύναμης που είχε η πόλη των Αθηνών. Κατόπιν γινόταν η παράδοση της στολής του οπλίτη στα ορφανά πολέμου που εκείνη τη χρονιά γίνονταν έφηβοι. Με την πράξη αυτή ο αθηναϊκός λαός αποδεσμευόταν από την ευθύνη της φροντίδας των ορφανών πολέμου, συγχρόνως δε έδειχνε ότι ξέρει να τιμά τους πολίτες που έπεσαν για την πατρίδα. Ακολουθούσε τελετή για να τιμηθούν τα άτομα εκείνα που διακρίθηκαν για την προσφορά τους στην πόλη και κατόπιν άρχιζε η παρουσίαση της πρώτης τετραλογίας.

Μετά το τέλος των παραστάσεων και την ανάδειξη του νικητή δίνονταν τα βραβεία, τα πρώτα χρόνια στον ποιητή και στο χορηγό του. Αργότερα βραβευόταν και ο καλύτερος υποκριτής. Το βραβείο ήταν στεφάνι κισσού. Έχει αποδειχθεί ότι κατά τον 4o αιώνα στο τέλος της ημέρας αυτής γινόταν συνέλευση του δήμου, στην οποία συζητούσαν την όλη πορεία της γιορτής. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η συνέλευση αυτή γινόταν και κατά τον 5o αιώνα.

Τα θέματα των τραγωδιών, που στις αρχές προέρχονταν από τους διονυσιακούς μύθους, πολύ νωρίς έπαψαν να στηρίζονται σ’ αυτούς. Πηγές τους στα χρόνια της ακμής της τραγικής ποίησης ήταν μύθοι άλλων θεών και κυρίως ηρώων.

Η εμφάνιση και ανάπτυξη της δραματικής ποίησης είναι κατεξοχήν προϊόν της δημοκρατικής Αθήνας. Τα θέματά της αντλούνταν από τους μύθους, ο χειρισμός των οποίων όμως από τον ποιητή εξέφραζε τα προβλήματα και τις ανησυχίες που απασχολούσαν την αθηναϊκή κοινωνία και που προέκυπταν από τον τρόπο οργάνωσης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της πόλης, της οποίας οι κάτοικοι με την αποστασιοποίηση που επιτύγχανε το θέατρο, τόσο μέσα από το μύθο όσο και μέσα από διάφορες τεχνικές της παράστασης, αντικειμενικοποιούσαν αυτά τους τα προβλήματα.

Στην Κλασική περίοδο υπήρχαν πολλοί ποιητές με πολλά έργα. Από αυτά, έχουν διασωθεί έργα μόνο των τριών επιφανέστερων τραγικών: 7 τραγωδίες του Aισχύλου, 7 του Σοφοκλή και 19 του Ευριπίδη, ενώ από τις κωμωδίες σώθηκαν μόνο 11 του Αριστοφάνη. Από τους υπόλοιπους δραματικούς ποιητές γνωρίζουμε μόνο τα ονόματα μερικών και λίγα αποσπάσματα από τα έργα τους.

copyright IME,
Από το έργο του ΙΜΕ “Ελληνική ιστορία στο διαδίκτυο”: www.e-history.gr

Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε