Άρθρο της Χριστίνας Κοραή.
Οι δικοί τους – των απλών νεοδημοκρατών – πρώην πρόεδροι και πρωθυπουργοί Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς, που ήταν το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου; Γιατί έλειπαν από την γιορτή για τον μισό αιώνα ζωής της ΝΔ, μπροστά στο εμβληματικό νεοκλασικό κτίριο της Ρηγίλλης που είναι συνδεδεμένο με την ιστορική μνήμη;
Ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κώστας Καραμανλής έχουν ασκήσει δριμεία κριτική στον σημερινό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για μια ευρεία ατζέντα θεμάτων (εθνικά, ομόφυλα κλπ). Αλίμονο εάν δεν έχει την ελευθερία της άποψης ένας πρώην πρωθυπουργός από όποια παράταξη κι αν προέρχεται. Ο τρόπος, ο τόνος και οι συμπεριφορές είναι αυτές που κρίνονται.
Ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ ο Κώστας Σκανδαλίδης – δηλαδή όχι κάποιος «μητσοτακικός» – όταν άκουσε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης τηλεφώνησε στους πρώην πρωθυπουργούς για να τους προσκαλέσει στην γιορτή της ΝΔ και ακόμη εκείνοι δεν απάντησαν, το χαρακτήρισε «αδιανόητο». Επισήμανε ότι στη γιορτή του ΠΑΣΟΚ για τα 50 χρόνια ήταν όλοι εκεί. Ειδικά στο ΠΑΣΟΚ να θυμίσουμε ότι υπήρξε και η «διαγραφή» του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη από τον διάδοχο του Γιώργο Παπανδρέου. Κάθονταν όμως δίπλα.
Όπως ήταν «παρών» στα 40 χρόνια της ΝΔ επί προεδρίας του Αντώνη Σαμαρά και ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης, την κυβέρνηση του οποίου έριξε ο Σαμαράς το 1993.
Δυσάρεστη έκπληξη και αιφνιδιασμό στο νεοδημοκρατικό στρατόπεδο προκάλεσε η απουσία του Κώστα Καραμανλή – μεγαλύτερη από εκείνη για τον Σαμαρά. Την ΝΔ την ίδρυσε ο Κωσταντίνος Καραμανλής, ο θείος του πρώην πρωθυπουργού και η ιστορία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις οικογενειακές ρίζες.
Σαμαράς και Καραμανλής αντί να ξεκαθαρίσουν εξαρχής ότι δεν σκοπεύουν να παρεβρεθούν στη γιορτή της Ρηγίλλης, επέλεξαν το θέμα να σέρνεται επί τέσσερις μέρες. Και όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το NEWSIT έπραξαν και το θεσμικά απρεπές, να μην ενημερώσουν ούτε το γραφείο του Μητσοτάκη για την απόφαση τους όπως του υποσχέθηκαν όταν μίλησαν στο τηλέφωνο. Αντίθετα έκαναν διαρροές στα ΜΜΕ, την ίδια ώρα ακριβώς, στις 12 το μεσημέρι της Παρασκευής, ότι δεν θα παρεβρεθούν που σημαίνει ότι ήταν σε απόλυτη συνεννόηση για αυτήν την στρατηγική του τακτικισμού που δεν τιμά πρώην πρωθυπουργούς.
Για να μην ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε και ζήσαμε, αλήθεια, ποια ήταν η δική τους προσωπική και πολιτική σχέση στα χρόνια της πρωθυπουργίας τους; Πολιτική αποστροφή είχαν ο ένας για τον άλλον! Τα τελευταία χρόνια βρέθηκαν ξαφνικά κοντά, όταν περιθωριοποιημένοι – πολύ κακώς – από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις εναντίον του, χρεώνοντας του την «προδοσία» των αρχών της παράταξης και την φθορά των ευρωεκλογών. Αντίθετα ποτέ δεν του αναγνώρισαν την τεράστια επιτυχία να ξανακάνει τη ΝΔ κυβέρνηση, μετά από την ήττα με 11 μονάδες του Κώστα Καραμανλή το 2007 και το 18% του Αντώνη Σαμαρά (Μάιος 2012).
Κατά τ´ άλλα κανένας πρωθυπουργός δεν πέφτει γιατί δύο πρώην πρωθυπουργοί δεν εμφανίζονται σε μια επετειακή γιορτή του κόμματος, ακόμη κι αν αυτή αφορά τα 50 χρόνια. Το μήνυμα της ρήξης με τον Μητσοτάκη, στην οποίαν ποντάρουν Σαμαράς και Καραμανλής για να τον φθείρουν, στη ΝΔ έχει κυρίως αντίκτυπο. Αυτήν τραυματίζει.
Προσωπικά σέβομαι όλους τους πρωθυπουργούς είτε συμφωνώ είτε διαφωνώ με την πολιτική τους, είτε τους ψήφισα είτε όχι. Άλλοι ήταν καλύτεροι και άλλοι χειρότεροι, ανάλογα με τις προσδοκίες που είχε ο κάθε πολίτης. Είχαν την ευκαιρία τους να δείξουν τι μπορούν να κάνουν και να κριθούν. Το να φαντασιώνονται ότι θα μπορούσαν να είναι “Μεσσίες», ή να επιχειρούν να επιβάλουν τις απόψεις τους στους επόμενους φτάνοντας ακόμη και στα όρια της υπονόμευσης μόνο ως πολιτική απρέπεια μπορεί να εκληφθεί. Και αυτό δεν αναφέρεται στον Σαμαρά και τον Καραμανλή, είναι ένα γενικό πολιτικό σχόλιο, πέρα από κόμματα και πρόσωπα.
Ο μόνος κριτής που ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς είναι ο πολίτης με την ψήφο του. Και όπως έγραψε ο Αμερικανός αρθρογράφος και συγγραφέας P.J. O´ Rourke, «Υπάρχει ένα και μοναδικό θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα: το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θέλεις. Μαζί μ’ αυτό πηγαίνει η μία και μοναδική θεμελιώδης ανθρώπινη υποχρέωση: να αντιμετωπίζεις τις συνέπειες.» Είτε της αποδοχής είτε της απαξίωσης.