Ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε για τη συμφωνία των Πρεσπών και την έξοδο από τα μνημόνια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για μειώσεις φόρων και προσέλκυση επενδύσεων. Άλλοι πάλι, κυρίως ομιλητές από το εξωτερικό, εννοούν ως μεταρρυθμίσεις π.χ. την ψηφιακή οικονομία ή την τηλεεργασία.
Στο τέλος της ημέρας, δύο είναι τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί κάτι ως μεταρρύθμιση – κι όχι ως απορρύθμιση. Το πρώτο είναι το αν και πώς βελτιώνεται άμεσα η καθημερινότητα των πολιτών. Και το δεύτερο είναι τα οφέλη που μπορεί να φέρει στην οικονομία, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Σημαντική εξίσου είναι όχι η διάθεση για μεταρρυθμίσεις, αλλά η υλοποίησή τους. Η οποία, στη δική μας περίπτωση, στην πλειονότητα των περιπτώσεων έγινε με το μνημονιακό «βούρδουλα». Χρειάζεται, άραγε, σκέψη για να καταλάβει κάποιος ότι πρέπει, για παράδειγμα, να ψηφιοποιηθούν οι υπηρεσίες υγείας; Να αυτοματοποιηθούν οι συναλλαγές με την Εφορία; Να καθιερωθούν τα ηλεκτρονικά πιστοποιητικά στο Δημόσιο;
Μόνο όταν πετύχουμε αυτά, σε πρώτο επίπεδο, θα μπορούμε να μιλάμε για τις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις. Διότι όχι, δεν είναι μεταρρύθμιση η συμφωνία των Πρεσπών – ανεξαρτήτως του αν είναι θετική ή αρνητική για τα εθνικά συμφέροντα. Ούτε είναι απλώς η αλλαγή των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Το μόνο βέβαιο είναι πως η Ελλάδα της μεταμνημονιακής εποχής έχει ανάγκη για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις περισσότερο από ποτέ. Μεταρρυθμίσεις που δεν θα επιβάλλει κανείς με το ζόρι, αλλά δεν θα είναι και κενές περιεχομένου. Θα πρέπει ν’ αγγίξουν την καθημερινότητα των πολιτών και να τη βελτιώσουν άμεσα. Να μη σκαλώσουν σε αγκυλώσεις του παρελθόντος, προκαταλήψεις, πολιτικές σπέκουλες ή ακόμη και μικροσυμφέροντα.
Κι αν δεν γίνουν; Τότε, ένα νέο μνημόνιο ίσως μας περιμένει στον ορίζοντα – και δεν έχει σημασία ποια κυβέρνηση θα το υπογράψει. Σημασία έχει πως θα είναι πιο οδυνηρό από τα προηγούμενα.