Η τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Ζηλανδία την περασμένη Παρασκευή επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση περί σύγκρουσης των πολιτισμών και, μάλιστα, των θρησκειών και, πιο συγκεκριμένα, του Χριστιανισμού με το Ισλάμ, όπως αρχικά την περιέγραψε ο μεγάλος Αμερικάνος πολιτικός επιστήμονας, Σάμιουελ Χάντινγκτον, στο περίφημο βιβλίο του τη δεκαετία του 1990.
Ορόσημο στη συγκεκριμένη συζήτηση παραμένει η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες, που αποτελεί την αιματηρότερη του είδους στα παγκόσμια χρονικά. Η απάντηση των ΗΠΑ στην επίθεση αυτή φάνηκε, προς στιγμή, να επιβεβαιώνει τον Χάντινγκτον.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως απέχουμε πολύ από μια τέτοια σύγκρουση και πως στο χέρι μας είναι να την αποφύγουμε. Με άλλα λόγια, η σύγκρουση είναι περισσότερο ένας απευκταίος αποκρουστικός εφιάλτης παρά η ζώσα πραγματικότητα, όσο κι αν κάποιοι, ελάχιστοι, φανατικοί προσπαθούν να τη μετουσιώσουν σε πράξη.
Η ψύχραιμη ανάλυση των αριθμών μπορεί να προσγειώσει τη συζήτηση από τη σφαίρα του εντυπωσιασμού στην πραγματικότητα. Από το 2000 και μετά, οι τζιχαντιστικές επιθέσεις στη Δύση έχουν κοστίσει τη ζωή 3700 περίπου ατόμων, τα 3000 από αυτά στην επίθεση της 11η Σεπτεμβρίου. Αντίστοιχα, 170 άτομα έχουν σκοτωθεί σε αντι-ισλαμικές επιθέσεις λευκών εξτρεμιστών.
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός του πλανήτη υπολογίζεται σε 1,5 δισεκατομμύριο άτομα. Το σύνολο των ξένων τζιχαντιστών που κατετάγησαν στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ μέχρι το 2015, στο απόγειο της δόξας του, δεν ξεπέρασε τις 30000. Το σύνολο των τζιχαντιστικών δικτύων στη Δύση δεν αριθμεί περισσότερα από μερικές εκατοντάδες άτομα.
Με άλλα λόγια, η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων παγκοσμίως παραμένει εξαιρετικά φιλήσυχη και αποστρέφεται, όπως σχεδόν όλοι οι άνθρωποι, τη βία. Επιπλέον, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της τζιχαντιστικής βίας στρέφεται εναντίον των ίδιων των μουσουλμάνων.
Ο τζιχαντισμός, με την έννοια του βίαιου ισλαμισμού, είναι ένα υπαρκτό αλλά περιθωριακό φαινόμενο, ιδίως εκτός συγκεκριμένων εμφύλιων συγκρούσεων σε, κατά πλειοψηφία, μουσουλμανικές περιοχές του πλανήτη, όπως η Μέση Ανατολή και το Κασμίρ. Όπως και ο λευκός, ρατσιστικός εξτρεμισμός, σαν αυτόν του δράστη της επίθεσης στη Νέα Ζηλανδία, ελάχιστη ή, μάλλον, καμία σχέση δεν έχει με μια συγκεκριμένη θρησκεία αυτή καθεαυτή. Η συντριπτική πλειοψηφία των τζιχαντιστών και των λευκών τρομοκρατών είναι θρησκευτικά (αλλά και ευρύτερα) αγράμματοι.
Η προσφυγή στη βία είναι η κατάληξη εξελίξεων που έχουν να κάνουν με το σήμερα παρά με το χθες. Την ώρα που άλλες ιδεολογικές θεμελιώσεις, όπως ο κομουνισμός, βρίσκονται σε παρακμή, η θρησκεία αποτελεί μια εκ των υστέρων δικαιολόγηση παρά την πρωταρχική αιτία. Η προσοχή μας πρέπει να στραφεί στις πολιτικές συνθήκες και όχι στη χίμαιρα των αντιφατικών και πολλαπλώς ερμηνεύσιμων θρησκευτικών δοξασιών.
Στην Ελλάδα κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι εύκολο να γίνει κατανοητό. Ο «τουρκοφάγος» εκτελεστής της Νέας Ζηλανδίας ισχυρίστηκε ότι οι μουσουλμάνοι δεν έχουν καμία δουλειά στα Βαλκάνια.
Όμως, τα Βαλκάνια (μαζί με τον Καύκασο) είναι η μόνη περιοχή της Ευρώπης με ένα γηγενές, με την έννοια ότι δεν είναι προϊόν πρόσφατης μετανάστευσης, Ισλάμ, από την εποχή της Οθωμανικής κατάκτησης τον 14ο και τον 15ο αιώνα.
Σε πολλές περιοχές της Βαλκανικής, η συνύπαρξη Χριστιανών και Μουσουλμάνων είναι υποδειγματική. Δεν θα πρέπει να θεωρείται διόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Δυτική Θράκη δεν παρήγαγε ούτε έναν τζιχαντιστή.
Η τοπική μουσουλμανική κοινότητα επιδιώκει την πρόοδο και την ευημερία της, όπως ακριβώς και οι Χριστιανοί γείτονές της. Με άλλα λόγια, το γιατί το Μόλενμπεκ των Βρυξελλών παρήγαγε τζιχαντιστές ενώ η Δυτική Θράκη όχι, έχει να κάνει με το Μόλενμπεκ και όχι με το Ισλάμ.