Η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται να επιτίθεται στη διεθνή τάξη που η ίδια δημιούργησε μεταπολεμικά και, μέχρι πρόσφατα, συντηρούσε. Στα πρώτα θύματα συγκαταλέγονται η διεθνής συνεργασία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της παγκόσμιας προσφυγικής κρίσης, το διεθνές εμπόριο και, πιο πρόσφατα, η έτσι κι αλλιώς φλεγόμενη Μέση Ανατολή.
Σε δεύτερο χρόνο, θύμα μπορεί να γίνει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα κορυφαίο επίτευγμα στις διεθνείς σχέσεις του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, στη διαμόρφωση της οποία οι ΗΠΑ είχαν καθοριστική συμβολή στο παρελθόν και με την οποία διατηρούν την πιο σημαντική στρατηγική σχέση του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.
Εντύπωση προκαλεί η ευκολία με την οποία τα κολοσσιαία λάθη του παρελθόντος, όπως η εισβολή στο Ιράκ το 2003, λησμονούνται, οι μοιραίοι υπεύθυνοί τους, όπως ο Τζων Μπόλτον, επανέρχονται στο πηδάλιο και ο ρεαλισμός εγκαταλείπεται για χάρη ασυνάρτητων στρατοκρατικών δοξασιών, με μόνο στόχο την ικανοποίηση της στενής κομματικής βάσης που φανατικά υποστηρίζει τον Τραμπ ότι κι αν γίνει.
Το κρίσιμο είναι να γίνει κατανοητό ότι ο Τραμπ δεν είναι μόνος του αλλά αποτελεί την έκφραση μιας ευρύτερης εθνοκεντρικής αντίληψης για τις διεθνείς σχέσεις με αυξανόμενη απήχηση, όχι μόνο στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχει μια συγκροτημένη φιλοσοφία για τις διεθνείς σχέσεις πέρα από τον υπέρμετρο εγωισμό και ναρκισσισμό του. Με την ίδια ευκολία, ως υποψήφιος, κατήγγειλε την υπερβολική διεθνή παρουσία των ΗΠΑ και, ως πρόεδρος, απειλεί με στρατιωτικές επεμβάσεις.
Αντιμέτωπος με την αδυναμία του να συνεργαστεί ακόμα και με ένα ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο στα θέματα εσωτερικής πολιτικής, με εξαίρεση τη μείωση των φόρων, ο Τραμπ στρέφεται στο εξωτερικό όπου ο Πρόεδρος έχει το συνταγματικό προβάδισμα για να εκτονώσει τις φιλοδοξίες του. Χωρίς αντίληψη της συνθετότητας του διεθνούς περιβάλλοντος με την πολλαπλότητα κυρίαρχων παικτών, δεν αντιλαμβάνεται ότι ακόμα και οι ΗΠΑ έχουν να ωφεληθούν συμμαχώντας παρά ανταγωνιζόμενες τον υπόλοιπο κόσμο.