Ως άνθρωποι, σε παγκόσμιο επίπεδο, βιώνουμε και συμβιώνουμε, ζούμε και συζούμε με κυριολεκτικά πρωτόγνωρες καταστάσεις. Καμία ιδεολογία, καμία θρησκεία και καμία εξουσία στους αιώνες δεν πέτυχε να επιβάλλει στη ζωή της ανθρωπότητας το ίδιο καθεστώς απομόνωσης και αυτοπεριορισμού. Η υπόθεση του κορονοϊού, πέτυχε να αυτοφυλακίσει τον άνθρωπο, κατεδαφίζοντας στην ουσία συντριπτικό μέρος της κοινωνικότητάς του. Παράλληλα βιώνουμε με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ένταση, την ίδια αόρατη απειλή, χωρίς να γνωρίζουμε πώς μπορεί ο ιός να βρεθεί μπροστά μας. Θα βυθομετρήσει ο άνθρωπος στη σκέψη του, ότι η σημερινή, δεινή και οδυνηρή εν πολλοίς, πραγματικότητα είναι ίσως η μεγαλύτερη ήττα του ανθρώπου και των οικονομικών συστημάτων του στη γη; Θα επιμετρήσει πόσο μικρές και αδύναμες αποδεικνύονται οι επιλογές του να χτίζει αυτοκρατορίες, οικονομικές και στρατιωτικές, ξοδεύοντας πακτωλούς χρημάτων γι αυτό; Τελικώς πόσο λίγες αποδεικνύονται οι επιλογές του αυτές, μπροστά σ’ αυτό που ζούμε, και το οποίο απειλεί αυτή καθ’ αυτή τη ζωή;
Η παραζάλη ενός άκρατου και ασυγκράτητου, νεοφιλελεύθερου ανταγωνισμού, που χρεώνει τα πάντα στο κόστος εργασίας, οδηγεί την ανθρωπότητα, εν γνώσει της, στο μεγαλύτερο βιασμό της ίδιας της ζωής. Δηλαδή του περιβάλλοντος. Και παράλληλα, στον μεγαλύτερο αυτοεξευτελισμό των υποτιθέμενων αξιών της, γιατί, ενώ υπήρχε και υπάρχει πλούτος αδιανέμητος, παράλληλα εκατομμύρια συνάνθρωποι διψούν, πεινούν και περιθωριοποιούνται. Θα μετατραπεί άραγε η περίοδος αυτή, της μεγάλης δοκιμασίας, σε περίοδο αναστοχασμού και προβληματισμού; Θα γεννήσει αυτή η βάσανος έναν νέο άνθρωπο, φιλοσοφημένο, στην αρχή του μέτρου; Θα μπολιαστούν οι σκέψεις των κάθε μορφής ταγών της γης από αυτό το βίωμα; Θα γίνουμε δηλαδή περισσότερο άνθρωποι ή θα γίνουμε περισσότερο υπάνθρωποι;
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η κρίση αυτή, μπορεί να υπονομεύσει και τις πιο ανθρώπινες σχέσεις, γιατί επιτρέπει στην υποψία και στην καχυποψία, να ενδημήσει και να φωλιάσει μέσα τους. Ο φόβος της μόλυνσης του ενός από τον άλλον κινδυνεύει να ξεβράσει στη ζωή ότι χυδαιότερο και τερατώδες μπορεί να έχει μέσα του ο άνθρωπος. Η αέναη επιβολή της εικονολατρίας και η κυριαρχία στο χώρο του μιντιακού χειραγωγημένου λόγου, επέβαλαν μοντέλα και νόρμες ζωής στην πλειοψηφία των ανθρώπων, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Ο εθισμός, ως δεύτερη φύση του κτητικού «μου» (δικό μου) μιας τόσο μικρής λέξης, έκτισε δια των αιώνων μια ολόκληρη θεώρηση της ζωής, επιβάλλοντας τις δικές της λογικές και συνέπειες.
Σήμερα, ατενίζοντας αυτό που ζούμε, μπορεί εύκολα να κατανοήσει κανείς την ματαιότητα των επιλογών της ζωής των λαών, δια των αιώνων. Θα αναζητήσουμε, μέσα από τον προβληματισμό που επιβάλλει αυτή η δοκιμασία, τη βίωσή μας στη βάση του «μέτρον άριστον»; Θα αναζητήσουμε το ευδαίμων, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, μέσα από την αυτάρκεια; Θα στοχαστούμε τι θα σήμαινε για αυτή καθεαυτή τη ζωή, αν ένας τέτοιος ιός προσέβαλε τη βλάστηση; Τι θα συνέβαινε δηλαδή και πως θα αισθανόμασταν, αν ένα πρωί βλέπαμε τη φύση πράσινη και ζωντανή και το άλλο πρωί, ήταν όλα μαραμένα;
Ποιος είναι, ποιος θα είναι, η ποιος πρέπει να είναι ο άνθρωπος την επ’ αύριο αυτής της παγκόσμιας κρίσης; Θα παραμείνει ο ίδιος, κατακλυσμένος στην ιδεολογία της άκρατης απόκτησης, του άνευ όρων πλουτισμού και του καταναλωτισμού; Θα είναι χειραγωγημένος, εποπτευόμενος, στη λογική του κατοικίδιου; Η θα επιλέξει να είναι συνάνθρωπος, κατακτώντας την ολότητα του γνώθι σ’ αυτόν;
Η πανδημία του κορονοϊού δεν έληξε. Παραμένει σε εξέλιξη, οι συνέπειές της σοβούν και η παγκόσμια κοινότητα μένει άναυδη, περισσότερο ως θεατής και θύμα, παρά ως πρωταγωνιστής στη μάχη της αναχαίτισης. Αυτές οι εξελίξεις, καθιστούν, μέρα με την ημέρα, όλο και περισσότερους ανθρώπους αόρατους από τα ισχύοντα κοινωνικά συστήματα. Αποκορύφωμα αυτών των δραματικών εξελίξεων είναι τα συμβαίνοντα στη Μητρόπολη του νεοφιλελεύθερου τουρμπο-καπιταλισμού, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το κυρίαρχο, νεοφιλελεύθερο, οικονομικό μοντέλο ηττήθηκε στην έδρα του από τις συνέπειες της πανδημίας, αποδεικνύοντας πως, όσο πανίσχυρο κι αν φαίνεται να είναι, είναι στην ουσία και άλλο τόσο αδύναμο να αναχαιτίσει τη μπόρα της πανδημίας και των δραματικών συνεπειών της. Οι κοινωνίες και οι συλλογικές τους εκφράσεις θα πρέπει, μέσα από ένα δημόσιο, γόνιμο διάλογο, να σταθμίσουν τα νέα δεδομένα και να συζητήσουν με ποιον τρόπο τα νέα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα θα μπορούν να υπηρετήσουν πρωτίστως τον άνθρωπο, μπροστά σε επερχόμενες, ανάλογες κρίσεις.