Πολλή συζήτηση γίνεται τον τελευταίο καιρό για τους φόρους. Ας δούμε πώς αντιμετώπιζαν τα πράγματα στις αρχές της βυζαντινής περιόδου (324-610)
Δημοσιονομία
Κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, ανάλογα με τις ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού, ο βυζαντινός αυτοκράτορας εξέδιδε κάθε χρόνο τη λεγόμενη θεία δηληγατίωνα, με την οποία καθόριζε το ύψος των φορολογικών υποχρεώσεων κάθε επαρχότητας. Οι έπαρχοι (οι κυβερνήτες των επαρχιών) και οι υπεύθυνοι κάθε περιοχής συνέλεγαν τους φόρους και παρέδιδαν εκείνους που καταβάλλονταν σε είδος στις κατά τόπους αποθήκες, τους δε χρηματικούς φόρους στα επαρχιακά ταμεία. Το φορολογικό σύστημα που εφαρμόστηκε στην πρώιμη βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν εκείνο που εισήγαγε ο Διοκλητιανός (284-305) για να θεραπεύσει την οικονομική κρίση του 3ου αιώνα.
Δύο φορολογικές μονάδες αποτελούσαν τη βάση του συστήματος αυτού και αποτιμούσαν τη γη, την ανθρώπινη εργασία και την εργατική δύναμη των ζώων: ο ζυγός (jugum) για τη γη και η κεφαλή (caput) για τους ανθρώπους και τα ζώα (αντίστοιχα). Το λεγόμενο συρο-ρωμαϊκό εγχειρίδιο, νομικό και φορολογικό κείμενο του 5ου αιώνα, μας πληροφορεί ότι ο ζυγός αντανακλούσε τόσο την έκταση, όσο και την ποιότητα της φορολογούμενης γης. Ο ζυγός και η κεφαλή ήταν μονάδες φορολογικά ισοδύναμες και το άθροισμά τους έδινε το σύνολο των φορολογικών υποχρεώσεων μιας περιοχής.
Το φορολογικό αυτό σύστημα ίσχυσε σε όλη την Πρώιμη Βυζαντινή εποχή. Οι πολιτικές και διοικητικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά τη μετάβαση στην επόμενη περίοδο επέβαλαν και ανάλογη τροποποίηση του φορολογικού συστήματος.
Άμεσοι φόροι
Την ίδια περίοδο οι φόροι ήταν κατανεμημένοι με τρόπο ώστε οι φορολογούμενοι να συμβάλλουν στα κρατικά έσοδα ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Ήταν για το λόγο αυτό χωρισμένοι σε γενικούς και φόρους τάξεων. Στους γενικούς φόρους ανήκε η αννώνα, έγγειος φόρος που καταβαλλόταν σε είδος και αργότερα σε χρήμα και προοριζόταν για τη συντήρηση του στρατού της Κωνσταντινούπολης. Η εσθής, που ήταν παροχή ειδών στρατιωτικής εξάρτυσης, η εισφορά ίππων για το στρατό και ο χρυσός τιρώνων, που σχετιζόταν με την παροχή στρατιωτών ή το χρηματικό αντιστάθμισμα για τη στρατολόγησή τους, αποτελούσαν επίσης γενικές αννωνικές εισφορές.
Οι φόροι τάξεων αφορούσαν κυρίως στους συγκλητικούς, τους διάφορους εμπορευόμενους και βιοτέχνες και τους βουλευτές των πόλεων. Οι συγκλητικοί καλούνταν να πληρώσουν την εισφορά γης, τακτικό φόρο επί της περιουσίας τους. Επίσης, τακτικός φόρος που βάρυνε την τάξη αυτή ήταν η ευχετήρια εισφορά, προσφορά χρυσού στον αυτοκράτορα ως δώρο για την Πρωτοχρονιά. Όλοι οι επαγγελματίες πάλι έπρεπε να πληρώνουν το χρυσάργυρο, που αποτελούσε φόρο άσκησης επαγγέλματος, φαίνεται όμως πως ήταν αρκετά βαριά εισφορά και καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α’ (491-518).
Εκτός από τους παραπάνω υπήρχαν και έκτακτοι φόροι τάξεων, όπως η προσφορά χρυσού που έδιναν οι συγκλητικοί στον αυτοκράτορα σε εξαιρετικές εορταστικές εκδηλώσεις. Ανάλογη εισφορά των βουλευτών των πόλεων προς τον αυτοκράτορα είχε την ονομασία «στεφανικό χρυσίο» και αποδιδόταν συνήθως με παράλληλη εκφώνηση ενός πανηγυρικού λόγου, του λεγόμενου στεφανικού.
Έμμεσοι φόροι
Παράλληλα με τους άμεσους, σημαντική πηγή εσόδων για το κρατικό ταμείο της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου αποτελούσαν οι έμμεσοι φόροι. Οι φόροι αυτοί επιβάλλονταν στις διάφορες συναλλαγές, όπως στις αγοραπωλησίες και μεταβιβάσεις ακινήτων. Σε αυτούς ανήκαν επίσης τα «διαπύλια» και «διαγώγια» τέλη και οι τελωνειακοί δασμοί επί των εισαγομένων ειδών. Τα διαπύλια και διαγώγια τέλη επιβάλλονταν στα εμπορεύματα που διακινούνταν στο εσωτερικό του κράτους και εισπράττονταν από τους stationarii, στρατιωτικούς υπαλλήλους που είχαν αναλάβει την υπηρεσία.
Οι φόροι που βάρυναν το εξωτερικό εμπόριο, τα λεγόμενα «ελλιμένια», ανέρχονταν συνήθως στο 12,5% επί της αξίας των εισαγομένων ειδών και εισπράττονταν στους διάφορους τελωνειακούς σταθμούς από τους αρμόδιους υπαλλήλους που ονομάζονταν «κομμερκιάριοι». Εκτός από τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους, τους φόρους συνέλεγαν και ιδιώτες. Η εκμίσθωση όμως των φόρων σε ιδιώτες συνεπαγόταν πολλές φορές καταχρήσεις εις βάρος των φορολογουμένων, τις οποίες οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να καταπολεμήσουν με τη θέσπιση αυστηρών ποινών.
Εκτός από αυτούς τους έμμεσους φόρους, οι Βυζαντινοί έπρεπε να πληρώνουν τέλη για την έκδοση εγγράφων διορισμού σε δημόσιες υπηρεσίες, για προαγωγές, όπως και για την παροχή υπηρεσιών από τις κρατικές αρχές. Στις υποχρεώσεις των Βυζαντινών προς το κράτος πρέπει τέλος να προσθέσουμε τις υπηρεσίες που έπρεπε να προσφέρουν δωρεάν για κρατικούς και αστικούς σκοπούς. Οι υπηρεσίες αυτές (λειτουργίες και αγγαρείες) συνίσταντο συνήθως στην ανάληψη αστικών αξιωμάτων που συνοδεύονταν από δαπάνες για έργα κοινής ωφέλειας ή σχετικές με το αξίωμα. Η παροχή των υπηρεσιών αυτών ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τα δημόσια οικονομικά, καθώς περιόριζε στο ελάχιστο τα λειτουργικά έξοδα του κράτους. Είχε όμως βαθμιαία αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ζωή των πόλεων και συνέβαλε στην παρακμή τους.
Κτηματολόγιο
Ο υπολογισμός της αξίας του φόρου σε «ζυγά (jugum)» και «κεφαλές» (caput) που αναλογούσε σε κάθε φορολογούμενο καταγραφόταν στα κτηματολόγια. Κάποια πρώιμα κτηματολόγια διασώθηκαν σε παπύρους. Διακρίνονταν κυρίως στα αναλυτικά των τοπικών αρχών, στα συνοπτικά των επάρχων του πραιτωρίου και στο κεντρικό κτηματολόγιο. Στα αναλυτικά καταγράφονταν λεπτομερειακά, με βάση τις φορολογικές δηλώσεις των φορολογούμενων, τα ονόματά τους, το όνομα του χωριού τους, οι γαίες τους σύμφωνα με την ποιότητά τους, οι πάροικοι, οι δούλοι και τα ζώα που κατείχαν.
Στα συνοπτικά κτηματολόγια αναφέρονταν οι πόλεις κάθε επαρχίας με τον αριθμό των φορολογικών τους μονάδων, ενώ στο κεντρικό ο αριθμός των φορολογικών μονάδων κατά επαρχίες.
Κρατικοί υπάλληλοι επαλήθευαν τις φορολογικές δηλώσεις, αποτιμούσαν τα φορολογήσιμα αντικείμενα σε ζυγά και κεφαλές και κατέγραφαν το αποτέλεσμα στα κτηματολόγια. ‘Άλλοι πάλι ήταν υπεύθυνοι για την τακτική καταβολή των φόρων και φρόντιζαν για την αντιστοιχία των τελευταίων με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των φορολογούμενων. Μέσω των κτηματολογίων η κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης ήταν ενήμερη για τις φορολογικές υποχρεώσεις των επαρχιών του κράτους, τις οποίες και προσάρμοζε ανάλογα προκειμένου να αντιμετωπίζει τις μεγάλες κρατικές δαπάνες.
copyright IME,
Από το έργο του ΙΜΕ “Ελληνική ιστορία στο διαδίκτυο”: www.e-history.gr