Σοβαρές πτυχές των κινδύνων από τα φυτοφάρμακα φέρνουν στο ευρωκοινοβούλιο οι Οικολόγοι Πράσινοι, όπως τις αλλεπάλληλες «κατ’ εξαίρεση εγκρίσεις» του επικίνδυνου φυτοφαρμάκου Lebaycid, που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση του δάκου της ελιάς, όσο για τα σκευάσματα για το “κόκκινο σκαθάρι”. Το Lebaycid έχει απαγορευθεί στην Ευρ. Ένωση από το 2004, ενώ η παράταση που είχε δοθεί για τη χώρα μας έληξε το 2007. Παρόλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση χορήγησε επιπλέον κατ’ εξαίρεση εγκρίσεις για δύο ακόμη συνεχόμενες χρονιές, το 2008 και το 2009, ενώ δεν υπάρχει ακόμη επίσημη δέσμευση για το αν η πρακτική αυτή επαναληφθεί και φέτος. Επίσης οι περιβαλλοντικές οργανώσεις αναρωτιούνται για τον ολικό αποκλεισμό των βιολογικών σκευασμάτων από την τελευταία κατ’ εξαίρεση έγκριση διάθεσης φυτοπροστατευτικών μέσων για το «κόκκινο σκαθάρι», που προσβάλλει τους φοίνικες. Στην υπουργική απόφαση περιλαμβάνονται μόνο τρία χημικά σκευάσματα, που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται μόνο με αυστηρές προφυλάξεις.
Πολλοί από τους φοίνικες που έχουν προσβληθεί, βρίσκονται σε κατοικημένες περιοχές, συχνά σε απόσταση αναπνοής από παιδικές χαρές, σχολεία ή νοσοκομεία, όπου η χρήση βιολογικών σκευασμάτων λογικά θα έπρεπε να είναι η μόνη επιτρεπτή. «Πίσω από τα φυτοφάρμακα δε βρίσκονται μόνο σοβαρότατοι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, αλλά και τεράστια οικονομικά συμφέροντα», δήλωσε ο Μιχάλης Τρεμόπουλος. Και συμπλήρωσε, «Η αδιαφορία ή και η διαπλοκή των ελληνικών κυβερνήσεων έχει οδηγήσει τη χώρα μας στο σημείο να αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για φυτοφάρμακα που έχουν απαγορευθεί σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Η κατάσταση αυτή πρέπει οπωσδήποτε να πάρει τέλος».
Προσοχή στη χρήση των γεωργικών φαρμάκων, που ενεκρίθησαν για την αντιμετώπιση του σκαθαριού των φοινικοειδών συνιστά και ο πρόεδρος του Τ.Ε.Ι. Κρήτης και εντομολόγος, Βαγγέλης Καπετανάκης. Όπως επισημαίνει ο κ. Καπετανάκης, «απασχολεί έντονα πολλούς από εμάς το ζήτημα του ρυγχοφόρου των φοινικοειδών, του εντόμου, που καταστρέφει με αυξανόμενους ρυθμούς τα φοινικόδενδρα του είδους των Καναρίων και απειλεί και άλλα είδη στην Κρήτη και αλλού. Μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν εγκεκριμένα φυτοφάρμακα, ούτε άλλος εναλλακτικός τρόπος για προστασία των φοινίκων από ιδιώτες. Κάποιες προσωρινές εγκρίσεις φυτοφαρμάκων, σε ισχύ μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2010, αφορούσαν ουσιαστικά μόνο σε χειρισμούς κατά τη μεταφορά των κομμένων φοινικόδενδρων, ώστε τα έντομα μέσα από τους κορμούς τους να μην πετάξουν και προσβάλουν άλλα δένδρα». Ο κ. Καπετανάκης παρατηρεί ότι «δυστυχώς, βιολογικά μέσα για διάσωση των φοινικόδενδρων, ιδιαίτερα μετά τη διαπίστωση προσβολής, με τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα, δεν υπάρχουν. Πιλοτικές εφαρμογές με νηματώδεις σκώληκες που παρασιτούν το έντομο είναι απλώς ενθαρρυντικές. Γίνεται έρευνα για παρασιτικούς μύκητες στο ΤΕΙ, σε συνεργασία με το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο. Μέχρι σήμερα, η καλύτερη προσέγγιση αντιμετώπισης της εξάπλωσης και των καταστροφών του Ρυγχοφόρου στην Ελλάδα είναι η αρκετά μεγάλης έκτασης πιλοτική προσπάθεια του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. στο Ηράκλειο».