Δέκα λεπτά αφότου άνοιξαν τις πόρτες για την εξυπηρέτηση του κοινού, οι υπάλληλοι της τράπεζας Proton Bank, στη συμβολή των οδών Σανταρόζα και Σταδίου στην Αθήνα, δέχθηκαν τον πρώτο… πελάτη. Ένας κακοποιός εισέβαλε στην τράπεζα, με την απειλή όπλου ακινητοποίησε τους υπαλλήλους και αφαίρεσε τα χρήματα από τα ταμεία. Στη συνέχεια διέφυγε και αναζητείται.
H εξάρτηση μιας κοινωνίας από το τραπεζικό σύστημα δεν είναι μόνο φαινόμενο της καπιταλιστικής οικονομίας, ούτε βέβαια απόρροια της τελευταίας κρίσης. Ισχυρό τραπεζικό σύστημα υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα, και όπως πληροφορούμαστε από τις πηγές, ο ρόλος των τραπεζών ήταν κρίσιμος για την οικονομία της κλασικής Αθήνας. Φυσικά ούτε από αυτήν την περίοδο θα μπορούσε να λείπουν οι μυστικοί δανεισμοί και οι ύποπτες δοσοληψίες…
Στην αθηναϊκή οικονομία του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. οι παραδοσιακές και ασφαλείς πηγές εισοδήματος εξακολουθούν να είναι η εκμετάλλευση της εγγείου ιδοκτησίας και η γεωργία, ενώ συγχρόνως παρατηρείται και μία τυχοδιωκτική διάθεση που εκφράζεται μέσα από την εξέλιξη του εμπορίου και την ανάπτυξη ενός τραπεζικού μηχανισμού. Η καλλιέργεια της γης, τα εμπορικά ταξίδια, το δουλεμπόριο καθώς και οι συμμαχικές εισφορές ενίσχυαν σημαντικά τόσο το ταμείο της πόλης όσο και τις ιδιωτικές περιουσίες.
Η εικόνα που διαγράφεται μέσα από τις περιγραφές κυρίως του Δημοσθένη τονίζει την οικονομική βαρύτητα των τραπεζών, τον κίνδυνο που απέρρεε από τις δραστηριότητές τους και τις μυστικές πηγές εύρεσης των κεφαλαίων τους. Στην οικονομία της Αθήνας τίποτα δεν ήταν ξεκάθαρο. Λίγα πράγματα μπορούσαν να προσδιοριστούν χρονικά με ακρίβεια και ακόμη λιγότερα ήταν δυνατόν να γίνουν γνωστά στο πλατύ κοινό.Η προσφορά πίστωσης από την τράπεζα με τη μορφή ναυτικών δανείων ήταν πολύ σημαντική για τη χρηματοδότηση του θαλάσσιου εμπορίου, ενός τομέα κρίσιμου για μία κοινωνία όπως η αθηναϊκή που βασιζόταν στις εισαγωγές σιτηρών. Διά της τραπέζης, η ταυτότητα των καταθετών -ιδιαίτερα όσων τα αφανή εισοδήματα χρησιμοποιούνταν για να χρηματοδοτήσουν ναυτικά δάνεια- διατηρούνταν μυστική.
Ακριβώς επειδή φημίζονταν για την ακεραιότητά τους, οι τραπεζίτες είχαν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν και να διαχειρίζονται μεγάλα ποσά μετρητών.Σε περιπτώσεις που χρειάζονταν να γίνουν μυστικές πληρωμές για την επίλυση πολιτικών διαφορών ή για τη διευθέτηση μηνύσεων, πριν πάρουν τη δικαστική οδό, οι τράπεζες ήταν συχνά εκείνες που ανώνυμα προμήθευαν τα απαιτούμενα ποσά. Στην αντίληψη του απλού πολίτη οι τραπεζικές συναλλαγές σχετίζονταν με μυστικές υποθέσεις.
Σε αυτό βέβαια συντελούσε και το γεγονός ότι για όλες τις εμπορικές συναλλαγές απαιτούνταν μάρτυρες, ενώ για τις τραπεζικές δεν ίσχυε το μέτρο αυτό. Τυπικά οι τραπεζίτες διατηρούσαν γραπτά αρχεία των συναλλαγών τους, υπήρχαν όμως και περιπτώσεις απόκρυψής τους ακόμη και από αυτά. Πολύ σπάνια τέτοιου είδους δραστηριότητες έρχονταν στο φως.
Σε ένα από τα πλέον εντυπωσιακά παραδείγματα, την περίοδο μεταξύ του 386/7 και 354 π.Χ. ο ιερός Οπισθόδομος στην Ακρόπολη πυρπολήθηκε από τους υπευθύνους του ταμείου της θεάς Αθηνάς. Επρόκειτο για μία προσπάθεια να αποφύγουν την αποκάλυψη των μυστικών δανεισμών σε τράπεζες με δημόσιο χρήμα, το οποίο υποτίθεται ότι παρέμενε ανέγγιχτο και ήταν στη δική τους ευθύνη. Όταν οι τράπεζες δεν ήταν πλέον σε θέση να ξεπληρώσουν τα δανείσματα αυτά, οι ταμίες κατέφυγαν στη λύση του εμπρησμού σε μία μάταιη προσπάθεια να διατηρήσουν τις δοσοληψίες τους κρυφές.
Η έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε τις παρανομίες τους, με αποτέλεσμα να φυλακιστούν. Η συγκεκριμένη περίπτωση επιβεβαίωσε τη διαδεδομένη αντίληψη ότι οι τραπεζικοί μηχανισμοί είχαν άμεση σχέση με την αφανή οικονομία. Το συχνό φαινόμενο της απόκρυψης μέρους από τις ιδιωτικές περιουσίες αλλά και το σύστημα των λειτουργιών, που μολονότι απάλλασσε το κράτος από την οικονομική υποστήριξη ποικίλων δραστηριοτήτων το τοποθετούσε σε μία σχέση οικονομικής εξάρτησης από τους λειτουργούς, εμπόδιζαν το αθηναϊκό κράτος να γνωρίζει με ακρίβεια την οικονομική κατάσταση των ιδιωτών. Από τους ρητορικούς λόγους κυρίως φαίνεται ότι η ιδιωτική περιουσία ήταν δυνατόν να διακριθεί σε φανερά και αφανή ουσία, ένας διαχωρισμός αποδεκτός τόσο από το κράτος όσο και από τους πολίτες του.Για να γίνει μία περιουσία αφανής έπρεπε να μη σχετίζεται πλέον νομικά με τον ιδιοκτήτη της.
Αυτή η διαδικασία ονομαζόταν απόκρυψις ουσίας και το βασικό κίνητρο για να καταφύγει σε αυτήν ένας Αθηναίος ήταν η αποφυγή της ανάληψης λειτουργιών.Τα χρήματα, ως κινητή περιουσία, είχαν τη μεγαλύτερη δυνατότητα να μετατραπούν σε αφανή ουσία. Την κατάθεση ενός ποσού στην τράπεζα συχνά ακολουθούσε μια εμπιστευτική συμφωνία μεταξύ του τραπεζίτη και του καταθέτη ότι μέρος του ποσού ή και ολόκληρο θα παρέμενε μυστικό. Βέβαια, από τη στιγμή που μία περιουσία γινόταν αφανής, ο ιδιοκτήτης έπαυε να είναι ο νόμιμος δικαιούχος. Υπήρχε έτσι πάντα για αυτόν ο κίνδυνος να μην μπορέσει αργότερα να πάρει πίσω την περιουσία του, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων ιδιοκτησίας.
Είναι λοιπόν κατανοητό ότι η εύρεση ενός αξιόπιστου συνεργάτη σε τέτοιου είδους συναλλαγές ήταν πρωταρχικής σημασίας. Το συχνό φαινόμενο της απόκρυψης μέρους από τις ιδιωτικές περιουσίες αλλά και το σύστημα των λειτουργιών, που μολονότι απάλλασσε το κράτος από την οικονομική υποστήριξη ποικίλων δραστηριοτήτων το τοποθετούσε σε μία σχέση οικονομικής εξάρτησης από τους λειτουργούς, εμπόδιζαν το αθηναϊκό κράτος να γνωρίζει με ακρίβεια την οικονομική κατάσταση των ιδιωτών. Από τους ρητορικούς λόγους κυρίως φαίνεται ότι η ιδιωτική περιουσία ήταν δυνατόν να διακριθεί σε φανερά και αφανή ουσία, ένας διαχωρισμός αποδεκτός τόσο από το κράτος όσο και από τους πολίτες του.Για να γίνει μία περιουσία αφανής έπρεπε να μη σχετίζεται πλέον νομικά με τον ιδιοκτήτη της.
Αυτή η διαδικασία ονομαζόταν απόκρυψις ουσίας και το βασικό κίνητρο για να καταφύγει σε αυτήν ένας Αθηναίος ήταν η αποφυγή της ανάληψης λειτουργιών.Τα χρήματα, ως κινητή περιουσία, είχαν τη μεγαλύτερη δυνατότητα να μετατραπούν σε αφανή ουσία. Την κατάθεση ενός ποσού στην τράπεζα συχνά ακολουθούσε μια εμπιστευτική συμφωνία μεταξύ του τραπεζίτη και του καταθέτη ότι μέρος του ποσού ή και ολόκληρο θα παρέμενε μυστικό. Βέβαια, από τη στιγμή που μία περιουσία γινόταν αφανής, ο ιδιοκτήτης έπαυε να είναι ο νόμιμος δικαιούχος. Υπήρχε έτσι πάντα για αυτόν ο κίνδυνος να μην μπορέσει αργότερα να πάρει πίσω την περιουσία του, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων ιδιοκτησίας.
Είναι λοιπόν κατανοητό ότι η εύρεση ενός αξιόπιστου συνεργάτη σε τέτοιου είδους συναλλαγές ήταν πρωταρχικής σημασίας.Η ακίνητη περιουσία ήταν πιο δύσκολο να αποκρυφτεί. Ωστόσο, κάποιοι το τολμούσαν, χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα. Συνήθως, ένας Αθηναίος μπορούσε να μετατρέψει την ακίνητη περιουσία του σε κινητή μέσω της εξαργύρωσης, δηλαδή της πώλησης, φροντίζοντας όμως να μην αφήσει αποδεικτικά στοιχεία της συναλλαγής. Όσοι πάντως κατέφευγαν σε αυτή τη λύση συχνά είχαν να αντιμετωπίσουν την περιφρόνηση των γειτόνων τους. Το να πουλήσει κάποιος μία περιουσία με την οποία θα μπορούσε να αναλάβει τριηραρχίες, χωρίς μάλιστα να υποστεί οποιεσδήποτε συνέπειες, θεωρούνταν κατακριτέο.
Ένας εναλλακτικός τρόπος μετατροπής φανεράς περιουσίας σε αφανή ήταν η αγορά ενός οικοπέδου ή μίας οικίας μακριά από το δήμο που κατοικούσε ο αγοραστής, η οποία παρέμενε μυστική, εφόσον βέβαια ο ιδιοκτήτης δεν την εκμεταλλευόταν.