Το ταξίδι για την Μανωλάδα έχει προετοιμαστεί καιρό πριν.
Έχει προηγηθεί μια μεγάλη, μακρόχρονη αλλά αθόρυβη κινητοποίηση και συντονισμός συνδικαλιστικών οργανώσεων διαφορετικών χώρων και περιοχών μαζί με τους ντόπιους μετανάστες εργάτες που στην πάροδο του χρόνου έχουν γνωρίσει το ΠΑΜΕ και τα ταξικά συνδικάτα.
Η αναχώρηση από την Αθήνα γίνεται πριν φανεί ακόμη το πρώτο πρωινό φως. Κάποιοι έχουν ξανακάνει το ταξίδι, σε προετοιμάζουν για αυτό που θα δεις, κάποιοι έχουμε μόνο ακούσει και δει από τα δημοσιεύματα. Η Μανωλάδα έχει συνδεθεί στο μυαλό μας με τις σοκαριστικές φωτογραφίες μεταναστών αιμόφυρτων από πυροβολισμούς και ξυλοδαρμούς. Οι Ελληνικές «Φράουλες της Οργής» για τους εργαζόμενους, «Κόκκινος Χρυσός» για τους επιχειρηματίες.
Οι αναγκαίες στάσεις στο δρόμο, τα συνεχή τηλέφωνα, οι τελευταίες λεπτομέρειες και ξανά στο δρόμο.
Μισοκοιμισμένοι σιγά-σιγά η εικόνα που βλέπουμε μας ειδοποιεί ότι ο προορισμός μας είναι κοντά. Τα πολλά μικρά και διάσπαρτα χωράφια όλων των ειδών των καλλιεργειών, δίνουν την θέση τους σε μια ατέλειωτη σειρά από καλλιέργειες άσπρου νάιλον. Όσο πλησιάζουμε τόσο μεγαλώνουν τα θερμοκήπια, φτάνοντας να πιάνουν όλο το μήκος του δρόμου. Η δεξαμενή του νερού, πιο ψηλή και από τις τοπικές εκκλησίες λειτουργεί σαν σημαδούρα του χωριού. Έχουμε φτάσει.
Λίγο πριν το χωριό συναντάμε τους συναδέλφους από την περιοχή, έλληνες και μετανάστες. Η υποδοχή εγκάρδια και επιφυλακτική μαζί. Άγνωστα πρόσωπα, παλιοί γνωστοί, όλοι μαζί συζητάμε. Καθορίζονται οι τελευταίες λεπτομέρειες, ανταλλάσσονται γνώμες και αρχίζει η δουλειά. Ένα μεγάλο κομβόι αφήνει τον κεντρικό δρόμο και χώνεται στους χωματόδρομους που έχουν γίνει μικρές λίμνες από τις πρόσφατες βροχές. Ο καιρός βοηθά, αλλά τα αυτοκίνητα της πόλης δυσανασχετούν μπροστά στις δυσκολίες. Με υπομονή προχωράμε πιο βαθιά στον λαβύρινθο των θερμοκηπίων.
Η πρώτη «υποδοχή» ένας πανικοβλημένος επιστάτης που παρακολουθεί και ακολουθεί με το μηχανάκι του. Στην πρώτη στάση θα τρέξει να προλάβει πριν έρθουν οι εργάτες, αλλά ήδη έχουν δοθεί οι πρώτες ανακοινώσεις, δε χρειάζονται πολλά λόγια. Τα «εδώ είμαστε καλά» που λέει προκαλούν ένα μαζικό μειδίαμα, με το οποίο τον αποχαιρετάμε.
Επόμενη στάση ο πρώτος καταυλισμός. Για εμάς που δεν έχουμε ξανάρθει η συνειδητοποίηση αυτού που βλέπουμε καθυστερεί. Περπατάμε μέσα στη λάσπη, ανάμεσα σε σωρούς από σκουπίδια. Είμαστε σε ένα χωράφι στην μέση του πουθενά, περικυκλωμένοι από ατέλειωτα θερμοκήπια. Αλλά πλησιάζοντας βλέπουμε κάποια θερμοκήπια που είναι πιο κοντά το ένα στο άλλο, δεμένα σφιχτά, να μην αφήνουν χαραμάδες και το νάιλον αντί για άσπρο στα περισσότερα είναι μαύρο. Τότε παρατηρούμε τα απλωμένα ρούχα. Αυτά είναι «σπίτια».
Σουβοσοκάλ λένε οι μπαγκλαντέζοι, καλημέρα οι Έλληνες. Η ομάδα μας περιτριγυρίζεται από δεκάδες νέους στην πλειοψηφία τους ανθρώπους και εκεί η συζήτηση ανάβει. Η γλώσσα είναι εμπόδιο, αλλά υπάρχει υπομονή, ενδιαφέρον, αγανάκτηση. Κάποιοι έχουν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους την απογοήτευση, κάποιοι χαμογελούν στον φωτογράφο, οι περισσότεροι ακούνε και όταν τελειώσουν οι πρώτες κουβέντες ξεσπούν. «Είμαστε άνθρωποι, δουλεύουμε, αλλά δείτε πως ζούμε, που μένουμε!». Και «χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά» το κατηγορώ τους, είτε αυτών που είχαν χαρτιά και τους τα κάψανε, είτε αυτών που δουλεύουν τόσα χρόνια στην Ελλάδα και παρά τις συνεχείς προσπάθειες τους ζούνε με τον φόβο ότι δεν έχουν ούτε ένα νομιμοποιητικό έγγραφο.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει και στο παρακάτω τραγελαφικό παράδοξο. Εκτός από τα πάρα πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας που υπάρχουν, τα εργατικά ατυχήματα, την έλλειψη περίθαλψης κτλ, την ίδια στιγμή που η Κυβέρνηση αναδεικνύει ως προτεραιότητα τον καθολικό εμβολιασμό του πληθυσμού, από τους χιλιάδες μετανάστες που παρουσιάστηκαν και ζήτησαν να εμβολιαστούν, εμβόλιο έγινε μόλις σε 150!
Με δικαιολογίες (;) την έλλειψη εγγράφων των μεταναστών, ή ακόμη και την έλλειψη εμβολίων (!) οι αρχές έχουν αφήσει να περάσει σχεδόν ένας χρόνος χωρίς να εμβολιάσουν χιλιάδες άτομα που το ζήτησαν.
Όσο η συζήτηση τραβάει κάποιοι μας «ξεναγούν» στο χώρο. Στην Ελλάδα το 2021 βιώνουμε μια εμπειρία που μας έλεγαν οι παππούδες μας στα χωριά της φτώχειας και της ανέχειας. Ένας ποτιστικός σωλήνας φέρνει νερό σε ένα μεγάλο πλαστικό κιβώτιο. Νερό που είναι για τα χωράφια, γίνεται η βασική παροχή ύδρευσης για τόσο κόσμο. Πριν τη δεύτερη σειρά σπιτιών-θερμοκηπίων, μια κατασκευή από τσίγκο, το μόνο στέρεο κατασκεύασμα στον χώρο, είναι η αυτοσχέδια τουαλέτα για σχεδόν 100 άτομα. Όταν μαθαίνουμε και το «ενοίκιο» για αυτήν την «φιλοξενία» μια λέξη μόνο αρκεί. Ντροπή.
Με αυτήν την κατασκευή, υγειονομική βόμβα, κάποιος μεγαλοπαραγωγός κερδίζει 20€ το κεφάλι από 100 άτομα το μήνα! Άτομα που ταυτόχρονα εργάζονται για αυτόν!
Ο πρώτος καταυλισμός αφήνει την θέση του στον δεύτερο, στον τρίτο και η μέρα συνεχίζεται. Με μικρές διαφορές η εικόνα είναι ίδια παντού. 20 ευρώ το κεφάλι για να μείνεις σε θερμοκήπιο, 30-40 ευρώ αν είναι αποθήκη ή στάβλος, χωρίς ρεύμα, χωρίς πόσιμο νερό.
Την ίδια στιγμή όμως, οι μετανάστες εργάτες σε κάθε καταυλισμό μας δείχνουν με περηφάνια ένα χώρο που έχουν φτιάξει για τους ίδιους, για να διατηρούν την επαφή με τις παραδόσεις τους, τα ήθη και τα έθιμα τους, αλλά και για τις θρησκευτικές τους ανάγκες. Μέσα στην λάσπη και την βρώμα με απίστευτη υπομονή και μεράκι ξεχωρίζουν και διατηρούν πεντακάθαρους τέτοιους μικρούς χώρους που μπαίνοντας νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε κάποιο εξωτικό προορισμό.
Αυτοί οι χώροι είναι και η δική τους απάντηση στην επίθεση που δέχονται και από τις τοπικές αρχές. Τις ίδιες αρχές και φορείς που τους αφήνουν να ζουν μέσα στην βρώμα και τα σκουπίδια και τους πετάνε την «ατομική ευθύνη» για την καθαριότητα των χώρων.
Η μέρα προχωρά, το μεσημέρι αφήνει τη θέση του στο απόγευμα και από τα χωράφια μεταφερόμαστε στο χωριό. Η Νέα Μανωλάδα σε υποδέχεται με το γήπεδο της ΔΟΞΑΣ, μικρό και περιποιημένο, περιτριγυρισμένο από μικρά φτωχόσπιτα στην πλειοψηφία τους. Ο γηγενής πληθυσμός είναι περίπου 700 άτομα, ενώ οι μετανάστες εργάτες αριθμούν από 2000-3000 έως και 7000 σε περίοδο συγκομιδής. Πολλοί από αυτούς μένουν εκεί 5-10 χρόνια, κάποιοι και παραπάνω. Αυτό έχει οδηγήσει και στην ύπαρξη μερικών μπαγκλαντέζικων και πακιστανικών καταστημάτων, που για τον τυχαίο επισκέπτη θα φάνταζε περίεργο.
Στην πορεία των συζητήσεων θα ακούσουμε ότι και οι Μανωλαδαίοι, μικροαγρότες στην πλειοψηφία τους, σε μεγάλο βαθμό έχουν πάρει την ρετσινιά για χάρη μεγαλοπαραγωγών που δεν μένουν στην περιοχή. Αλλά ότι σε κάποια χωριά παραπέρα μας λένε, ξεχωρίζει η διαφορά στο βιοτικό επίπεδο όταν αντί για TOYOTAβλέπεις PORSCHECayenne. Ίσως και με σήμα την φράουλα.
Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία όταν βλέπεις πως οι τσιφλικάδες που εκμεταλλεύονται τους μετανάστες εργάτες, αξιοποιούν προς όφελος τους την πίεση και τα προβλήματα που δημιουργεί η δική τους πρακτική για να στρέφουν τον γηγενή πληθυσμό εναντίον των συνανθρώπων τους μεταναστών. Ενώ την ίδια στιγμή αυτοί μπορεί να διατηρούν μια αγροτική κατοικία, ή λουξ εξοχικό στην, ευρύτερη, περιοχή, αλλά κρατάνε τα χέρια τους καθαρά και τα πόδια τους μακριά από τις λάσπες.
Η πλατεία της Νέας Μανωλάδας έχει γεμίσει με εκατοντάδες μετανάστες από το Μπαγκλαντές που συνωστίζονται μπροστά σε ένα αυτοσχέδιο προξενικό γραφείο και περιμένουν με τις ώρες για να καταθέσουν τα έγγραφα τους ώστε να αιτηθούν διαβατηρίου. Εντελώς «τυχαία» οι εκπρόσωποι της Πρεσβείας κινητοποιήθηκαν άμεσα τις ημέρες που προηγήθηκαν της περιοδείας μας για να γίνει επίδοση εγγράφων και να ξεφουσκώσει όσο γίνεται η αγανάκτηση. Οι πιο παλιοί μας κλείνουν το μάτι σε αυτή την «σύμπτωση».
Το βράδυ κλείνει στο μπαγκλαντέζικο καφενείο του χωριού. Το τσάι του, βαρύ, με γάλα, αλλά ζεστό και γευστικό. Οι τελευταίες κουβέντες πριν αποχαιρετιστούμε είναι επανάληψη των τελευταίων μέτρων. Η πίεση θα αυξηθεί. Τα τηλέφωνα έχουν ήδη αρχίσει να πέφτουν. Κουράγιο, υπομονή.
Η Κυριακή μας βρίσκει πάλι στους δρόμους. Περνώντας προς άλλα χωριά της ευρύτερης περιοχής βλέπουμε μια εικόνα διαφορετική από της Μανωλάδας. Με καλοφτιαγμένα σπίτια, καθαρούς δρόμους, ακόμη και πολυτελή αυτοκίνητα. Προχωρώντας όμως πάλι πιο βαθιά, στους χωμάτινους δρόμους προς τα χωράφια ξεπετάγονται οι καλά κρυμμένες παράγκες στη μέση του πουθενά. Η οργή και η αγανάκτηση ξεχειλίζει. Ο φόβος υπάρχει. Πρέπει να γίνει το βήμα.
Οι ώρες περνούν γρήγορα. Οι αποστάσεις που καλύψαμε τεράστιες για να καταλήξουμε ξανά πίσω στην αρχή. Έξω από τη Νέα Μανωλάδα. Στα καμένα. Εκεί που εκδικητικά «άγνωστοι» είχαν κάψει τις παράγκες και μαζί με αυτές και τα χαρτιά που με κόπο είχαν αποκτήσει εκατοντάδες μετανάστες εργάτες. Εκεί που κάηκαν οι κόποι χρόνων, εκεί δόθηκε το ραντεβού.
Στήνεται μια πρόχειρη μικροφωνική με τραγούδια του τόπου τους, έρχονται ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. Στον πίσω λόφο τα θερμοκήπια δίνουν τον τόνο. Δυο-δυο, τρεις-τρεις, οι εργάτες αρχίζουν καταφθάνουν. Τους υποδεχόμαστε με την ανακοίνωση, «Καλημέρα», «Hello», όπως μπορεί ο καθένας λέει δυο κουβέντες.
Διάφοροι «περίεργοι» έρχονται και φεύγουν. Τα τηλέφωνα βουίζουν. Ξαφνικά, Κυριακή μεσημέρι όσοι είχαν πάει για πρωινό μεροκάματο τους ζήτησαν να μείνουν υπερωρία, ακόμη και αν δουλειά δεν υπήρχε. «Το αφεντικό σήμερα ήταν πολύ φιλικό, μου είπε να μην φύγω και να με κεράσει ένα κρασί. Αλλά του είπα ότι έχω να πάω στην Συνέλευση και ήρθα».
Με παραλλαγές, ο κάμπος είχε γεμίσει από ιστορίες «ταξικής συμφιλίωσης», αλλά και αρκετούς εκφοβισμούς.
Κάποιοι έχουν περπατήσει χιλιόμετρα για να φτάσουν στο χώρο, άλλοι φορτώθηκαν όλοι μαζί σε ότι μέσο υπήρχε διαθέσιμο. Κάποιοι λίγοι με αυτοκίνητο τρέχουν να φέρουν τους πιο απομακρυσμένους. Η μουσική δίνει τον τόνο. Έλληνες, μπαγκλαντέζοι, πακιστανοί και άλλοι, ελληνικά, αγγλικά, μπάγκλα, ουρντού. Όλοι μαζί, ανάμεσα στις στάχτες, μπροστά από τα θερμοκήπια και ξαφνικά ησυχία. Η συνέλευση ξεκινά.
Στα Μπάγκλα πρώτα δίνονται οδηγίες «Φοράμε όλοι τις μάσκες μας και κρατάμε αποστάσεις». Οι λίγοι που δεν φορούσαν μάσκα βιάζονται να τις βάλουν και όλοι προσπαθούν να αραιώσουν αλλά ταυτόχρονα να είναι και κοντά για να βλέπουν. Ξεκινάνε οι ομιλίες. Οι ομιλητές γνωστοί στους περισσότερους. Τα προβλήματα γνωστά σε όλους. Τα αιτήματα κοινά. Φωνές, συνθήματα και χειροκροτήματα. Μια ζωντανή, αγωνιστική διαδικασία. Στο τέλος καλούνται να μιλήσουν οι Έλληνες. Λίγες κουβέντες, απλές και καθαρές.
«Είμαστε μαζί σας. Και εμείς έχουμε αφεντικά που μας εκμεταλλεύονται. Και για τον Έλληνα εργάτη η υγεία είναι αίτημα, η ασφάλιση, ο μισθός είναι αίτημα. Εσάς σας εκμεταλλεύονται πιο πολύ, αλλά μπορούμε να το αντιπαλέψουμε. Με οργάνωση, με αλληλεγγύη. Έχουμε ένα σύνθημα: ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΕΝΩΜΕΝΟΙ»
Οι δυσκολίες της μετάφρασης ξεπερνιούνται. Οι προτάσεις συγκεντρώνονται και καταγράφονται. Διαβάζεται το σχέδιο ψηφίσματος και η πρόταση για συγκρότηση επιτροπής των ίδιων των μεταναστών. Διαβάζεται στα Ελληνικά, στα μπάγκλα, στα ούρντου. 3 φορές γίνεται ψηφοφορία. Μια σε κάθε γλώσσα. Και στις 3 όλοι ψηφίζουν υπέρ. Ένα παρατεταμένο χειροκρότημα κλείνει τη συνέλευση. Και δυο λόγια
«Ντονομπατ. Ευχαριστώ…
ΠΑΜΕ σημαίνει προχωράμε. Μαζί. Ενωμένοι».
Νίκος Θεοδωράκης
Επικεφαλής Διεθνών Σχέσεων του ΠΑΜΕ