Άτολμη ή όχι η συνταγματική αναθεώρηση; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, μετά την ψηφοφορία της Πέμπτης, μοιάζει με το κλασικό ρητό για το μισοάδειο και μισογεμάτο ποτήρι.
Ασφαλώς η αποσύνδεση της αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και τις πρόωρες εκλογές είναι ένα θετικό βήμα κι ένα δείγμα ωριμότητας του πολιτικού μας συστήματος – αν και ο ΣΥΡΙΖΑ το 2014 είχε αξιοποιήσει αυτό το «δώρο» από το ίδιο το Σύνταγμα για να έλθει μια ώρα αρχύτερα στην εξουσία.
Οι αλλαγές, επίσης, στο νόμο περί ευθύνης υπουργών και τη βουλευτική ασυλία είναι ένα ακόμη δείγμα ωριμότητας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ψηφίστηκαν με ευρύτατη πλειοψηφία. Θα πρέπει, ωστόσο, στο σημείο αυτό ν’ αναρωτηθούμε φωναχτά εάν αυτό θα γινόταν στην περίπτωση που η πίεση και η κατακραυγή της κοινωνίας για τις πράξεις και τις παραλείψεις των πολιτικών μας – πολλώ δε μάλλον μετά τα χρόνια της κρίσης που πέρασαν – δεν ήταν αυτή που είναι σήμερα.
Από εκεί και πέρα, όμως, για ποια αναθεώρηση του Συντάγματος μιλάμε; Τι είναι αυτό που αλλάζει κι επηρεάζει την καθημερινότητά μας; Για ποιο λόγο για μία ακόμη φορά το πολιτικό σύστημα δεν τόλμησε π.χ. να προχωρήσει στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και να ξεμπλοκάρει τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων;
Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, πράγματι η αναθεώρηση υπήρξε άτολμη, αφού η ολοκλήρωσή της από την επόμενη Βουλή σημαίνει ότι θα πρέπει να περάσει τουλάχιστον μία δεκαετία προκειμένου να επιχειρηθούν αλλαγές σε άρθρα του Συντάγματος που δεν έγιναν σήμερα, όπως το 16.
Όσο για τις μεγάλες θεσμικές τομές, για τις οποίες έκανε λόγο στην ομιλία του ο πρωθυπουργός, θα κριθούν στην πράξη από την επόμενη Βουλή. Η οποία θ’ αποφασίσει με την ψηφοφορία οριστικά ποιες από τις διατάξεις θ’ αναθεωρηθούν κι αφού πρώτα η ΝΔ πήρε την απόφαση να μην ξεκινήσει τη διαδικασία από την αρχή, όπως εξέταζε αρχικά να κάνει. Κι αυτή από μόνη της υπήρξε μια σωστή απόφαση, η οποία διαφύλαξε το κύρος της διαδικασίας και των ίδιων των θεσμών. Ακόμη και σε μια πράγματι άτολμη κι ατελή αναθεώρηση…