Η Βενεζουέλα, η άλλοτε πλούσια χώρα της Λατινικής Αμερικής, καταρρέει. Η κυβέρνηση του Νικόλα Μαδούρο έχει από καιρό χάσει τον έλεγχο της οικονομίας και δεν πρόκειται να τον ανακτήσει με τα ημιτελή και αντιφατικά μέτρα εξορθολογισμού που ανακοίνωσε.
Του Δημήτρη Καιρίδη
Η Βενεζουέλα, η άλλοτε πλούσια χώρα της Λατινικής Αμερικής, καταρρέει. Η κυβέρνηση του Νικόλα Μαδούρο έχει από καιρό χάσει τον έλεγχο της οικονομίας και δεν πρόκειται να τον ανακτήσει με τα ημιτελή και αντιφατικά μέτρα εξορθολογισμού που ανακοίνωσε. Ο πληθωρισμός είναι στο 80.000% και οδεύει προς το 1.000.000%, σπάζοντας κάθε ιστορικό ρεκόρ. Βασικά προϊόντα, τρόφιμα και φάρμακα, σπανίζουν, οι πολίτες πεινούν ή πεθαίνουν από την ανεξέλεγκτη βία σε εγκαταλειμμένα νοσοκομεία και όσοι μπορούν μεταναστεύουν.
Η αιτία της κατάρρευσης έχει να κάνει αφενός με την πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, του βασικού εξαγωγικού πόρου της χώρας, και αφετέρου με την ασύλληπτη κακοδιαχείριση της οικονομίας και των θεσμών της από το καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Ούγκο Τσάβες και διατηρεί, με σιδηρά πυγμή, ο επίγονός του Νικολά Μαδούρο.
Η Βενεζουέλα αποτελεί το ακραίο παράδειγμα μιας ευρύτερης ιστορίας τριτοκοσμικών χωρών, το οποίο, σε έναν βαθμό, αφορά και τη χώρα μας: χώρες που βασίζονται στην ξαφνική και εύκολη εισροή κεφαλαίων αλλά στερούνται των ισχυρών θεσμών για να τα διαχειριστούν με σύνεση, πέφτουν εύκολα θύματα της εναλλαγής του οικονομικού κύκλου, όταν η εισροή, για τον οποιοδήποτε λόγο, ξαφνικά διακοπεί. Η Βενεζουέλα ξόδεψε αφειδώς τα κέρδη από την άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αυτό συνέβαλε στην εδραίωση του τσαβικού καθεστώτος και στη λαοφιλία του, ιδίως μεταξύ των φτωχών.
Το λαϊκιστικό καθεστώς δεν επένδυσε στο μέλλον. Όταν η τιμή έπεσε, βρέθηκε προ αδιεξόδου και επιχείρησε να καλύψει το διογκούμενο έλλειμμα με την εκτύπωση πληθωριστικού χρήματος. Το έλλειμμα έφθασε το 30% του ΑΕΠ, το νόμισμα έχασε κάθε αξία, το εμπόριο κατέρρευσε και η οικονομία είναι σε ελεύθερη πτώση, έχοντας συρρικνωθεί κατά 40% την τελευταία τριετία. Tώρα καταρρέει και η παραγωγή πετρελαίου καθώς κρατική πετρέλαιο-βιομηχανία στερείται επενδυτικών κεφαλαίων.
Η χώρα μας δανείστηκε και ξόδεψε, σε μεγάλο βαθμό, αλόγιστα το φθηνό χρήμα που εισέρρευσε με την είσοδό μας στο ευρώ, μετά το 2001. H Ελλάδα στερούνταν της ισχυρής και θεσμοποιημένης δημοσιονομικής διακυβέρνησης που θα μπορούσε να βάλει φρένο στη φρενίτιδα της δεκαετίας του 2000. Η κοινή γνώμη, εκπαιδευμένη από τους τηλεοπτικούς εκμαυλιστές μιας έξαλλης «δημοσιογραφίας», απαιτούσε επιπλέον δαπάνες. Οι αγορές χωρίς περίσκεψη δάνεισαν υπέρμετρα. Και η ελληνική φούσκα φούσκωσε για να σκάσει με πάταγο το 2010, όταν το διεθνές κλίμα αντιστράφηκε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι θαυμαστές του τσαβισμού ήρθαν στην εξουσία το 2015 και βρέθηκαν προ αδιεξόδου έξι μήνες αργότερα, όταν και ανέκρουσαν πρύμνα, μπροστά στον κίνδυνο της απόλυτης καταστροφής. Το ιδιότυπο φλερτ με τον τσαβισμό στοίχισε δισεκατομμύρια και σήμερα, κοιτώντας τα πάθη της Βενεζουέλας, όλοι μπορούν να δουν που μπορούσε να είχε οδηγήσει. Προς το παρόν, η ελληνική κατάσταση παραμένει, σε έναν βαθμό, αμφίρροπη και τόσο οι αγορές όσο και οι δανειστές – εταίροι μας μάς παρακολουθούν, παρά τις μεγάλες θυσίες μας, με δυσπιστία εξαιτίας του βεβαρημένου παρελθόντος μας.