Το ποσοστό του 61% υπέρ του “Όχι” στο ελληνικό δημοψήφισμα είχε δημιουργήσει στην Ευρώπη την εντύπωση πως δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής και ότι η Ελλάδα κινούνταν ολοταχώς στην έξοδο από το ευρώ. Το Grexit που τόσο ήθελε από το 2011 ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Το δείπνο Μέρκελ – Ολάντ στο Παρίσι στις 6 Ιουλίου έγινε παρουσία των δύο πιο στενών συμβούλων τους σε ευρωπαϊκά και οικονομικά θέματα. Όπως αποκαλύπτει η καθημερινή της Κυριακής, η Μέρκελ έριξε στο τραπέζι μια πρόταση που πάγωσε την ατμόσφαιρα: Grexit. Ήταν η πρόταση που θα παρουσίαζε στο Eurogroup πέντε μέρες αργότερα ο Σόιμπλε περί πενταετούς εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Η Μέρκελ ζήτησε τη γνώμη του Ολάντ. Ο Γάλλος πρόεδρος ήταν κατηγορηματικός: δεν ήθελε να βγει η Ελλάδα από το ευρώ. Ο Φρανσουά Ολάντ απέρριψε την πρόταση της Γερμανίδας καγκελαρίου, τονίζοντας ότι δεν θα έλυνε τα προβλήματα της Ελλάδας και ότι η έννοια της «προσωρινής» εξόδου ήταν πλασματική καθώς η απόφαση για Grexit θα ήταν πολύ δύσκολο να αντιστραφεί.
Η Μέρκελ δεν επέμεινε και η συζήτηση επί του θέματος διήρκεσε μόνο λίγη ώρα. «Ο Ολάντ δεν της λέει συχνά “όχι”», τονίζει στην Καθημερινή πηγή με άμεση γνώση του τι συζητήθηκε. Όταν το κάνει, η Μέρκελ ξέρει ότι πρόκειται για πραγματική “κόκκινη γραμμή”», συμπληρώνει η πηγή.
Το βράδυ της 26ης Ιουνίου ο πανίσχυρος σύμβουλος Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της καγκελαρίου, Νικολάους Μάγερ-Λάντρουτ, δέχθηκε τηλεφώνημα από το Μέγαρο Μαξίμου με αίτημα για τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, της Άνγκελα Μέρκελ και του Φρανσουά Ολάντ.
Ο Μάγερ-Λάντρουτ αποδέχθηκε το αίτημα, αν και παραξενεύτηκε αφού οι τρεις ηγέτες είχαν συναντηθεί το ίδιο πρωί στις Βρυξέλλες σε μια ύστατη προσπάθεια να βρεθεί λύση και συμφωνία. Πριν από τη συνάντηση αυτή, ο Έλληνας είχε γνωστοποιήσει σε στενό κύκλο συνεργατών του ότι σκεφτόταν το δημοψήφισμα.
Ο Γερμανός αξιωματούχος επικοινώνησε στη συνέχεια με τη Λοράνς Μπουν, τη βασική οικονομική σύμβουλο του Φρανσουά Ολάντ. Εκείνη βρήκε τον Γάλλο πρόεδρο στην εξοχική του κατοικία στις Βερσαλλίες και ξεκίνησε η τηλεδιάσκεψη.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός μίλησε για περίπου 10 λεπτά, ανέλυσε διεξοδικά το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα και τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν. Όταν έφτασε τελικά στο «διά ταύτα», οι δύο Ευρωπαίοι ηγέτες τον ρώτησαν, σχεδόν με μία φωνή, τι στάση θα τηρούσε ο ίδιος σχετικά με το ερώτημα του δημοψηφίσματος, που αφορούσε την πιο πρόσφατη δέσμη μέτρων που είχαν προτείνει οι θεσμοί στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Αλέξης Τσίπρας, σύμφωνα με το δημοσίευμα, παρά τις πιέσεις τους, αρνήθηκε να δεσμευτεί ότι θα στηρίξει το “Ναι”. Τόσο η Μέρκελ Όσο και ο Ολάντ ξεκαθάρισαν στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η μη στήριξη του “Ναι” ισοδυναμούσε με μη στήριξη της θέσης της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, η προκήρυξη του δημοψηφίσματος δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ούτε στο Βερολίνο ούτε στο Παρίσι. Ο Ολάντ μάλιστα, στις 25 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, είχε ρωτήσει τον Αλέξη Τσίπρα αν έχει την πρόθεση να κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν είχε δώσει καμία τέτοια ένδειξη. Η προσδοκία σε Βερολίνο και Παρίσι ήταν ότι, με δεδομένο το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τις υποσχέσεις που περιλάμβανε, η ελληνική κυβέρνηση χρειαζόταν δημοκρατική νομιμοποίηση για τη στροφή και την υπογραφή ενός νέου μνημονίου.
Εκείνο που προκάλεσε έκπληξη και λέγεται πως δοκίμασε σε οριακό σημείο τις σχέσεις των τριών πλευρών ήταν η απόφαση του πρωθυπουργού να ταχθεί υπέρ του “Όχι”. Μετά το διάγγελμα Τσίπρα, Μέρκελ και Ολάντ είχαν, το ίδιο βράδυ, τηλεφωνική επικοινωνία για να συζητήσουν τις συνέπειες του δημοψηφίσματος και πώς έπρεπε να κινηθούν στη συνέχεια.
Η τακτική που ακολούθησαν Μέρκελ και Ολάντ τις μέρες που ακολούθησαν ήταν διαφορετική. Η Γαλλία προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα Αθήνας – Θεσμών, με την ελπίδα είτε να ακυρωθεί το δημοψήφισμα είτε να αλλάξει γνώμη ο Τσίπρας και να ταχθεί υπέρ του “Ναι”.
Οι προσπάθειες αυτές συνεχίστηκαν ως την Τετάρτη 1 Ιουλίου και το τηλεοπτικό διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα (μετά από πολύωρη καθυστέρηση), στο οποίο χαρακτήρισε απαράδεκτη και εκβιαστική τη στάση των Ευρωπαίων εταίρων. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν παρακολούθησε την ομιλία αυτή μέσω της γαλλικής τηλεόρασης. Η μετάφραση ήταν τόσο ανεπαρκής που χρειάστηκε να τηλεφωνήσει στην πρεσβεία στην Αθήνα για να καταλάβει ότι τα περιθώρια για διαπραγμάτευση είχαν εξαντληθεί.
Για τη Μέρκελ η απόφαση για το δημοψήφισμα και η στήριξη Τσίπρα στο “Όχι” ήταν κόκκινο πανί, σε βαθμό που αμφέβαλλε για τη δυνατότητα περαιτέρω συνεννόησης μαζί του. Αποφάσισε να περιμένει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος καθώς θεωρούσε ότι δεν είχε νόημα να μιλήσει άλλο με τον απρόβλεπτο ομόλογό της στην Αθήνα.
Ήταν Παρασκευή 10 Ιουλίου όταν ο Τόμας Στέφεν, εκπρόσωπος της Γερμανίας στο Euroworking Group, έστειλε ένα e-mail με αποδέκτες τα πιο σημαντικά κέντρα αποφάσεων της Ευρωζώνης. Πρόκειται για το διαβόητο non-paper που πρότεινε την προσωρινή, για πέντε χρόνια, έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Εναλλακτικά, αν ήθελε να παραμείνει στο ευρώ, η Ελλάδα θα έπρεπε να δεχθεί δυσβάσταχτους όρους, μεταξύ των οποίων και την ίδρυση ενός νέου υπερ-ταμείου ιδιωτικοποιήσεων, με έδρα το Λουξεμβούργο, όπου θα μετέφερε δημόσια περιουσία αξίας 50 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η γερμανική πλευρά επαναλάμβανε στο non-paper ότι το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους θα ήταν νομικά ανέφικτο εντός της Ευρωζώνης, αλλά θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση εξόδου.
Η Μέρκελ ήξερε για την πρόταση Σόιμπλε για προσωρινό Grexit και είχε ενημερώσει, στις 9 Ιουλίου, τον υπουργό Οικονομικών και αντικαγκελάριο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και τον υπουργό Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ. Τα δύο κορυφαία στελέχη του SPD ενημερώθηκαν για την πρόταση περί προσωρινού Grexit αλλά και για το σχέδιο ίδρυσης ενός νέου υπερ-ταμείου ιδιωτικοποιήσεων.
Ο Γκάμπριελ ζήτησε από τον Τζ. Ζετελμάγερ, γενικό διευθυντή Οικονομικής Πολιτικής στο υπουργείο Οικονομίας μια ανανεωμένη εκδοχή μιας εναλλακτικής πρότασης για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα που είχε σχεδιάσει με τον αναπληρωτή υπουργό Εργασίας, Γ. Άσμουσεν, ήδη από τον Μάρτιο. Η αρχική εκδοχή της πρότασης έδινε μορφή στην προσέγγιση του SPD για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα: με ελαφρώς χαμηλότερα πλεονάσματα και με ελάφρυνση χρέους ως αντάλλαγμα για μεταρρυθμίσεις, ενώ υπήρχε και η πρόταση για υπερ-ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο θα είχε έδρα στην Αθήνα και θα προχωρούσε σε ιδιωτικοποιήσεις μόνο όταν οι τιμές της αγοράς ξεφύγουν από τα τρέχοντα, ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, δεν υπήρχε πρόβλεψη ότι τα έσοδα θα χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή του χρέους.
Η Μέρκελ. Γκάμπριελ και Σταϊνμάγερ έδωσαν το «πράσινο φως» για το σχέδιο του προσωρινού Grexit, με την κατανόηση όμως ότι θα ήταν ένα διαπραγματευτικό εργαλείο για να τρομάξει η Αθήνα και να δεχθεί οποιουσδήποτε όρους τής έθεταν. Αλλά ο Σόιμπλε είχε άλλα στο μυαλό του…
Πηγή: Καθημερινή