Στον εισαγγελέα Εφετών Γαληνό Μπρη, εμφανίστηκε ο πρώην υπουργός Ακης Τσοχατζόπουλος, προκειμένου να καταθέσει στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργείται στην Εισαγγελία Εφετών για τη δήλωση «πόθεν έσχες» του έτους 2010, που αφορά στη χρήση του 2009.
Το «πόθεν έσχες» του πρώην υπουργού ελέγχεται από τον εισαγγελικό λειτουργό μετά τον επανέλεγχο που διενεργήθηκε, με στοιχεία από την άρση του τραπεζικού, φορολογικού και χρηματιστηριακού απορρήτου, από την Επιτροπή Ελέγχου των Οικονομικών των κομμάτων και των βουλευτών.
Σύμφωνα με το πόρισμα, που εστάλη από τον πρόεδρο της Επιτροπής Β. Αργύρη στο Εφετείο, ο κ. Τσοχατζόπουλος έχει συνολικό εισόδημα 250.955,87 ευρώ, εκ των οποίων τα 150.000 δικαιολογεί ως δανειοδότηση και συγκεκριμένα αναφέρει δύο δάνεια.
Στη δήλωση δεν περιλαμβάνεται το σπίτι στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ενώ παλαιότερα περιουσιακά του στοιχεία δεν φαίνεται να δικαιολογούνται με βάση τα εισοδήματά του.
Ο ίδιος ο Ακης Τσοχατζόπουλος πάντως, φαίνεται να υποστηρίζει πως το σπίτι δηλώθηκε στο «πόθεν έσχες» του 2011, καθώς αποκτήθηκε το 2010 και επίσης ότι έστειλε πολλές φορές συμπληρωματικά στοιχεία στην επιτροπή της Βουλής, που, κατά την άποψή του, δεν αφήνουν κανένα κενό και δεν δημιουργούν αμφισβήτηση για την οικονομική του κατάσταση.
Ο κ. Τσοχατζόπουλος ζήτησε και πήρε προθεσμία από τον εισαγγελέα προκειμένου να προετοιμάσει τις εξηγήσεις του.
Ωστόσο λίγο πριν τις 18:00 ο κ.Τσοχατζόπουλος έστειλε επιστολή στα ΜΜΕ λέγοντας:
“ Με αφορμή ανακριβείς πληροφορίες που μεταδίδονται σήμερα, διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
Α) Η δήλωση πόθεν έσχες για το έτος 2010 του πρώην υπουργού Α. Τσοχατζόπουλου, -που κατατέθηκε έγκαιρα, ήταν ακριβέστατη και πλήρως τεκμηριωμένη-, μετά από παραπομπή από την Επιτροπή της Βουλής, βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης από τον Οκτώβριο 2011 και ο ίδιος έλαβε ειδοποίηση για τις σχετικές διαδικασίες στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου.
Β) Η σημερινή επίσκεψη του Α. Τσοχατζόπουλου, με τον Καθηγητή κ. Λ. Κοτσαλή, στο Εφετείο Αθηνών δεν είχε σχέση με τις διαδικασίες της παραπάνω υπόθεσης και ήταν καθαρά ιδιωτικού χαρακτήρα.”