Για την μεταγκατάσταση των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών στο κτίριο Κεράνη αλλά και για τα μέτρα που θα ψηφιστούν την Κυριακή μίλησε μεταξύ άλλων στα Παραπολιτικά 90,1 και στο Νίκο Ευαγγελάτο ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Τρύφων Αλεξιάδης.
«Παρακολουθώ αυτό το διάστημα ορισμένα ΜΜΕ να κάνουν μια κριτική στην κυβέρνηση για το θέμα του περιορισμού των δαπανών στο δημόσιο τομέα. Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς με αυτή την κριτική αλλά κατατίθεται. Τώρα όμως που η κυβέρνηση προχωράει σε μια μεγάλη τομή και σε ένα μεγάλο περιορισμό δαπανών βλέπω αυτά τα ίδια ΜΜΕ είτε να αποσιωπούν είτε να προσπαθούν να ρίξουν αλλού τη μπάλα και να εμφανίζουν «εμφύλιος πόλεμος», «διχασμός» κλπ», είπε.
Και πρόσθεσε: «Δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά, υπάρχει ένας σχεδιασμός γενικά για τη δημόσια περιουσία. Ο ΚΕΡΑΝΗΣ είναι ένα από τα σημεία αυτού του σχεδιασμού και αυτό που κάνουμε είναι να αξιοποιούμε ένα κτήριο το οποίο καλώς ή κακώς αυτή τη στιγμή το έχει μισθώσει το ελληνικό δημόσιο, είναι αρμοδιότητα άλλων το τι έγινε το 2014. Αυτή τη στιγμή έχουμε ένα κτήριο με 2.300 θέσεις εργασίας για το οποίο πληρώνουμε 221 χιλιάδες ενοίκιο, πληρώνουμε αστυνομικούς να το φυλάνε σε 24ώρη βάση, πληρώνουμε ασφάλιστρα, πληρώνουμε σύνδεση με δίκτυα κοινής ωφέλειας. Ε, νομίζω αυτή η σπατάλη πρέπει να σταματήσει!»
Στο ερώτημα πώς φτάσαμε στην σπατάλη αυτή γιατί πληρώνουμε αυτές τις 220 χιλιάδες και στο τέλος αυτής της συμφωνίας το κτήριο δεν θα μείνει στο ελληνικό δημόσιο είπε:
«Αυτά είναι θέματα και πολιτικής ευθύνης και άλλων ευθυνών να τα διερευνήσει πλέον η Δικαιοσύνη. Το ποσό δεν είναι μεγάλο διότι αν πάρουμε και συγκρίνουμε, εγώ χθες παρουσίασα τη σύγκριση επτά υπηρεσιών του υπ. Οικονομικών, όχι στο κέντρο της Αθήνας, που δεν έχουν κοντά τους σταθμό του μετρό ή του ΗΣΑΠ γιατί αυτό ανεβάζει την αξία της μίσθωσης και για 1.027 θέσεις εργασίας εκεί πληρώνουμε 230 χιλιάδες ενοίκιο το μήνα. Στον ΚΕΡΑΝΗ θα στεγαστούν 2.300 θέσεις εργασίας με 220 χιλιάδες ενοίκιο άρα μιλάμε για πολύ λιγότερα χρήματα από ότι δαπανούμε τώρα».
Για το πότε θα γίνει η μετεγκατάσταση ο κ. Αλεξιάδης είπε ότι «…δεν πάμε 15-20 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, τα 6,5 χιλιόμετρα πάμε από το κέντρο δεν πάμε κάπου πολύ μακριά και αυτό θα ξεκινήσει άμεσα. Νομίζω ότι σε 2 με 3 μήνες μπορούν να γίνουν οι πρώτες μετακινήσεις. Μετά από τη χθεσινή παρουσίαση ο οποιοσδήποτε θα έχει μεγάλο πολιτικό κόστος να σταματήσει αυτό το πράγμα δηλαδή να σταματήσει τη σπατάλη για το ελληνικό δημόσιο».
Για τους νέους φόρους και πως μπορεί μια επιχείρηση να επιβιώσει ο κ. Αλεξιάδης είπε:
«Δεν θα διαφωνήσω ότι οι διατάξεις που είμαστε αναγκασμένοι να φέρουμε στη Βουλή δημιουργούν ένα πρόβλημα στην ελληνική οικονομία, στους πολίτες και στις επιχειρήσεις. Σε αυτό δεν θα διαφωνήσει κανένας λογικός άνθρωπος αλλά νομίζω ότι αυτό που κρύβεται πίσω από το δέντρο, το δάσος, είναι το γιατί φέρνουμε αυτές τις διατάξεις. Είμαστε υποχρεωμένοι από τη συμφωνία του Αυγούστου να φέρουμε μια λύση στο πρόβλημα της διαπραγμάτευσης και μετά να ξεκινήσουμε τη διαδικασία του χρέους».
Για τα όσα λέγονται κυρίως από το εξωτερικό ότι η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε το μείγμα δηλαδή τους πολλούς φόρους και τις λίγες περικοπές δαπανών απάντησε:
«Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε κλείσιμο νοσοκομείων, σε κλείσιμο υπηρεσιών, σε απολύσεις και τέτοια πράγματα. Αυτό είναι ένα δοκιμασμένο μοντέλο άλλωστε δεν είναι τυχαίο η επιλογή να εμφανίσουμε τη λύση ΚΕΡΑΝΗΣ διότι τα 24 εκατομμύρια που χαλάει κάθε χρόνο το υπ. Οικονομικών σε ενοίκια εμείς θέλουμε να τα συμμαζέψουμε και να τα μειώσουμε πάρα πολύ και δεν χρειάζεται να μας το επιβάλλει αυτό κανένας θεσμός και καμία διαδικασία κόφτη, βαλβίδας. Εμείς είμαστε αναγκασμένοι να πάμε σε μια συμφωνία και είμαστε αναγκασμένοι να υλοποιήσουμε κάποια μέτρα διότι πρέπει να πάμε σε μια οικονομική σταθερότητα που θα ευνοήσει τις επενδύσεις. Εάν κάποιοι εννοούνε ότι δεν έπρεπε να πάμε σε συμφωνία και δεν έπρεπε να τελειώσει η διαπραγμάτευση να το πούνε!».
Μίλησε μάλιστα για πολιτική υποκρισία λέγοντας ότι «…για παράδειγμα ψηφίσανε 221 βουλευτές τη συμφωνία τον Αύγουστο και 229 τη συμφωνία τον Ιούλιο, μέσα στη συμφωνία προβλεπόταν η υποχρέωση αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά σε τρεις περιόδους. Έρχεται τώρα η εποχή για τη δεύτερη περίοδο αυτοί που ψηφίσαν τη συμφωνία βγαίνουν τώρα και καταγγέλλουν την κυβέρνηση γιατί την υλοποιεί, ε! αυτό είναι πολιτική ανευθυνότητα».
Για τις 100 δόσεις που γίνεται πιο αυστηρό το καθεστώς τους, ο κ. Αλεξιάδης είπε: «Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας της συμφωνίας και της διαπραγμάτευσης την οποία εάν δεν είχαμε θα ήμασταν σε πολύ χειρότερο σημείο. Και να θυμίζω ότι στο θέμα των 100 δόσεων υπήρχαν πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση για πλήρη κατάργηση του μέτρου. Από την πλήρη κατάργηση πήγαμε σε μια ελαστική εφαρμογή του μέτρου η οποία βεβαίως και σε βάθος χρόνου πρέπει να σταματήσει διότι σε βάθος χρόνου πρέπει να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας. Καταλαβαίνω τα προβλήματα των επιχειρήσεων … Να είναι σαφές ότι αυτή η πολιτική που ακολουθούμε δεν είναι μια πολιτική επιλογή μας είναι μια πολιτική αναγκαιότητα, δεν μπορεί αν γίνει κάτι διαφορετικό».
Για το περιουσιολόγιο είπε ότι δεν παραπέμπεται στις καλένδες, είναι μια υποχρέωση μας από τη συμφωνία του Αυγούστου, είναι έτοιμες οι διατάξεις αλλά είμαστε σε μια φάση διαπραγμάτευσης και υπάρχει μια λογική σειρά σε ορισμένα πράγματα πρέπει πρώτα να καταλήξουμε στο θέμα της εθελοντικής γνωστοποίησης των κεφαλαίων και μετά να πάμε στο περιουσιολόγιο. Γιατί αν κάνουμε περιουσιολόγιο χωρίς να έχουμε δώσει δυνατότητα νομιμοποίησης των χρημάτων που είναι στο εξωτερικό θα έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό.
Το νομοσχέδιο είναι έτοιμο εδώ και πολύ καιρό απλά είμαστε σε μια φάση διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις τις οποίες τις συζητάμε. Δεν θέλω να κρύψω ότι η νομοθέτηση πλέον πρέπει να γίνεται μετά από συζήτηση και μετά από συμφωνία με τους Θεσμούς διαφορετικά είναι μονομερής ενέργεια που ενεργοποιεί άλλα πράγματα.
Τέλος για τον ΕΝΦΙΑ είπε: «Θα έρθουν οι διατάξεις αυτές το επόμενο χρονικό διάστημα και μόλις τελειώσουν οι φορολογικές δηλώσεις θα προχωρήσουμε στην εκκαθάριση του φόρου. Θέλω να είναι σαφές ότι προσπαθούμε να κάνουμε ότι είναι καλύτερο μέσα στις δεδομένες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες».