Site icon NewsIT

Ανεμομαζώματα

22.01.2015 | 19:04
Ανεμομαζώματα

Είναι φορές τώρα στο γύρισμα της νιότης που καβαλάω μια ριπή του αγέρα, πέντε η ώρα σα βραδιάζει, σε τούτες τις νοτισμένες πολιτείες, ακολουθώντας το μικρό μονοπάτι των στεναγμών, των ανείπωτων υποσχέσεων.

Περιπλανιέμαι σε συμμετρικά χαμηλωμένα βλέφαρα, με σύννεφα φορτωμένα τη μακρινή αχλή μιας θάλασσας μικρής, που μου λείπει, αυτού του κομματιού από το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, με τα τρελά ρεύματα του Βόρειου Ευβοϊκού.

Είναι κι ένα ολόλευκο με μπλε σιρίτια τρεχαντήρι. Ποιος τρελός ανάδοχος το βάφτισε με τ’ όνομά της, να μου αλλάζει εμένα του ταπεινού αγράμματου χειρομάντη τα αιστήματα, την ώρα που ο καπτα-Γιώργης καλάρει δίχτυα και παραγάδια, ανατολικά της Λεκούνας, στα έσχατα ριζά του Καντηλιού, για να ταΐσει τη φαμελιά του; Λογαριάζοντας ως ανώφελη τη δικιά μου ξαγρύπνια…

Σίγουρα θα με πείραξε κάποια εικόνα, κάποιο μισογκρεμισμένο από βαρβάρους μωσαϊκό στην κάμαρη του παλιού μοναστηριού. Καθώς και τα λόγια του καλόγερου πως δεν είναι μα καθόλου κόσμιο να λάμπουν τα ματοτσίνορά της άγιο μύρο. Έτσι μίλησε, χτυπώντας το ξύλινο σήμαντρο και χάθηκε στην κατηφόρα μέσα στο γκρίζο σύννεφο της δικιάς μου αμφιβολίας: «Πώς να μην αγαπήσεις μια κοπέλα, πώς να φύγεις από το μάταιο τούτο κόσμο κρατημένος από ’να κατάμαυρο κομποσκοίνι –φτιαγμένο έστω από τα διάφανα χέρια της μοναχής Σιλουανής;»

Έχουνε ρυτίδες οι στεναγμοί; Ανήμπορος ότι δεν κατάφερα να κρατήσω αγαπημένα μου πρόσωπα στη ζωή. Ενόσω ορκίστηκα αιώνια πίστη, δεν είδα τον κίντυνο. Δεν πίστεψα ποτές στο φθαρτό της ύλης, παρεκτός στην αθανασία της ψυχής. Ούτε που μέρωσε ο σπαραγμός στην άσκηση την πρωινή, της ταπεινοσύνης. Πώς να εξηγήσω σε κείνους που ’φυγαν ότι ζω στην αθωότητα του πρωινού, φτιάχνοντας ζεστούς καφέδες, ενόσω οι δικές μου αισθήσεις λειτουργούνε ανθρώπινα. Πως οι εναπομείναντες δεν κρατούνε τίποτες από τους αποθαμένους, παρά μονάχα την απαλλαγή από το αμνημόνευτο αίμα τους. Φυλλομετράω τα χρόνια που πέρασαν, το τρεμούλιασμα των ψυχών. Δεν κρατώ τίποτες, παρεκτός μου περσεύει η απουσία στο κάλεσμα των ονομάτων.

Οι θησαυροί που μαζώχτηκαν αιώνες τώρα πάνω από κρυφά ηφαίστεια είναι απλά ονείρατα από τον καιούμενο παράδεισο. Λαμπυρίζουν εντός μου οι μυρωδιές από τα βραδινά αποκαΐδια. Σκληρά εθισμένος στην οσμή του ορίζοντα, χιλιάδες άρπες, βιολιά από μουσικές των αγγέλων, τραβώντας κουπί στον ίδιο το σκοπό. Τα νυχτερινά του Σοπέν. Στ’ αλήθεια πώς να χωρέσεις εκεί όπου το κορμί απλά δεν θα υπάρχει; Όταν το πρωινό φως σταλάζει φαρμακωμένες μνήμες και χυμούς στα κύτταρά σου· όταν το ξύλινο σήμαντρο του καλόγερου ρητορεύει στη χάση και στη φέξη του φεγγαριού.

Αργά το απόγιομα, στήθηκα στην ίδια θέση. Περνούσε μια πομπή από ξωμάχους που γλύτωσαν την ύστατη στιγμή από τη φουσκονεριά της Νέας Ορλεάνης. Ένα λιγνό κορίτσι στα δεκαεφτά με μια πάνινη βρεγμένη κούκλα, ξοπίσω οι γέροντες με τα χάλκινα πνευστά, ένα τρομπόνι, ένα σαξόφωνο. Στο τύμπανο ένας έφηβος με στολή κόκκινη φιλαρμονικής. Ένας σακάτης με σφιγμένες γροθιές έτοιμος σαν από καιρό να βαρέσει στα μούτρα εκείνους που κρατούνε το φράγμα κλειστό. Μη και χαθεί η δική του πολιτεία. Κι ένας ήλιος, ανείπωτα αγίνωτος, να ξηγάει τα δικά μου τρελά ονείρατα. Εκεί που μας έριξε η μελανάδα τ’ ουρανού, από ’ναν ύστατο κι ελάχιστο χειμώνα. Τζάμπα οι παιδεμοί, οι θυσίες, οι εξιλασμοί στη σιωπή της νύχτας.

«Η ζωή μας καταβάλλει τον οβολό του πρωινού όρθρου» είπε χτυπώντας το ξύλινο σήμαντρο ο πατήρ Ιωαννίκιος, που ξηγάει τα ανεξήγητα. Στη μεσιανή τσέπη φυλάει πάντα ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί. Στ’ άλλο του χέρι μια χάλκινη κούπα με φρέσκο νερό, για τους αληθινά πεινώντες και διψώντες, λέγοντας: «Κύριε, εδοκίμασάς με και έγνως με· συ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου· συ συνήκας τους διαλογισμους μου από μακρόθεν· την τρίβον μου και την σχοίνον μου συ εξιχνίασας και πάσας τας οδούς μου προείδες, ότι ουκ έστι δόλος εν γλώσση μου».

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ανεμομαζώματα» του Τάσου Βούτσα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΜΠΥΛΗ

Πολιτική Τελευταίες ειδήσεις

Exit mobile version