Αυτό αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), που κάνει λόγο για «δημοσιεύματα τα οποία δυστυχώς ξεκίνησαν από κακώς πληροφορημένους επιστήμονες, οι οποίοι με ανυπόστατους ισχυρισμούς ομιλούν για απόρριψη εκ μέρους της Πολιτείας» και για «επώνυμους επιστήμονες που ομιλούν δημοσίως από ό,τι φαίνεται αποκλειστικά για προσωπικές τους στρατηγικές».
Η ΓΓΕΤ διευκρινίζει ότι η συζήτηση αφορά στη δημιουργία ενός επιταχυντή και υποδομών για τη χρήση δέσμης πρωτονίων και άλλων θετικώς φορτισμένων σωματιδίων στα Δυτικά Βαλκάνια, με σκοπό τη θεραπεία καρκινικών όγκων και με βάση τεχνογνωσία του CERN στους επιταχυντές.
Η πρωτοβουλία, που ξεκίνησε πέρυσι από την κυβέρνηση του Μαυροβουνίου, περιλαμβάνει την ίδρυση Διεθνούς Ινστιτούτου Νοτιοανατολικής Ευρώπης για Βιώσιμες Τεχνολογίες (“South East European International Institute for Sustainable Technologies”-SEEIIST) με αυτό το αντικείμενο. Στην πρωτοβουλία του Μαυροβουνίου συμμετέχουν Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Σερβία και Σλοβενία.
Όπως επισημαίνει η ΓΓΕΤ «τη στιγμή αυτή, υπάρχει ως δεδομένο μόνο δήλωση προθέσεων εκ μέρους των ανωτέρω χωρών, ενώ δεν υπάρχουν ακόμη συγκεκριμένα στοιχεία για την προτεινόμενη νομική μορφή, την έδρα, τη χρηματοδότηση ή τη διαδικασία σύστασης του εν λόγω ινστιτούτου. Επίσης, δεν υπάρχουν ούτε οι αναγκαίες μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, με δεδομένο το υψηλό κόστος μιας τέτοιας εγκατάστασης και της μετέπειτα λειτουργίας. Η συνολική επένδυση εκτιμάται στα 140-170 εκατ. ευρώ».
Η ΓΓΕΤ υπογραμμίζει ότι το εγχείρημα ευρίσκεται ακόμα σε προπαρασκευαστικό στάδιο, κατά το οποίο γίνονται ενέργειες κυρίως εκ μέρους του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας, καθώς και συναντήσεις εμπειρογνωμόνων, στις οποίες μετέχει και το CERN. Επίσης, γίνονται ενέργειες για την εξεύρεση πόρων από την ΕΕ, ενδεχομένως μέσω ερευνητικών κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία που είναι διαθέσιμα για τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία διασφάλιση των απαιτούμενων πόρων.
Το υπουργείο Παιδείας και η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) παρακολουθούν το εγχείρημα από την αρχή, στο πλαίσιο της καλής γειτονίας και της ενίσχυσης της περιφερειακής συνεργασίας σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας, σε συνεργασία με τους εθνικούς εκπροσώπους στο CERN, την ερευνητική κοινότητα και το υπουργείο Εξωτερικών, συμμετέχοντας σε όλες τις περιφερειακές συναντήσεις.
Η ΓΓΕΤ τονίζει ότι, όσον αφορά την ακτινοθεραπεία πρωτονίων «είναι μια υψηλού κόστους μέθοδος ακτινοβόλησης καρκινικών όγκων με πρωτόνια, που εφαρμόζεται στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου σε άλλους τύπους καρκίνου ευρίσκεται υπό συζήτηση».
Ανασταλτικό παράγοντα στην ευρεία χρήση της εν λόγω θεραπείας αποτελούν οι υψηλές τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις σε υποδομές και εγκαταστάσεις, τόσο κατά τη κατασκευή τους, όσο και κατά τη λειτουργία, καθώς τα λειτουργικά έξοδα υπολογίζονται σε περίπου ένα εκατ. ευρώ ετησίως. Για τους λόγους αυτούς, κατά τη ΓΓΕΤ, υπάρχει διεθνώς έντονη κινητικότητα στην επιστημονική και επιχειρηματική κοινότητα για την αντικατάσταση της θεραπείας αυτής με άλλες μεθόδους.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ