Την έντονη διαμαρτυρία της εκφράζει η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ για το γεγονός ότι το Ευρωκοινοβούλιο αρνήθηκε να συζητήσει την ερώτησή του για το νομοσχέδιο στην Ελλάδα για τις διαδηλώσεις.
Όπως επισημαίνει «το πρόσχημα που επικαλέστηκαν οι υπηρεσίες του για να μην κάνουν αποδεκτή την ερώτηση των ευρωβουλευτών του ΚΚΕ ήταν η “επιθετική γλώσσα” της β’ παραγράφου της ερώτησης. Καθόλου τυχαία αυτή η παράγραφος αποκαλύπτει κι ενοχοποιεί την όλη ευρωενωσιακή στρατηγική “περί καταπολέμησης της ριζοσπαστικοποίησης”, η οποία και αποτελεί τον πυρήνα του νέου νόμου της κυβέρνησης της ΝΔ σε συνέχεια όσων μεθοδικά προώθησε ο ΣΥΡΙΖΑ».
«Αποδεικνύεται ότι η μεθοδολογία με την οποία θα κρίνεται ο σκοπός και το περιεχόμενο των διαδηλώσεων στο εξής και θα απαγορεύονται ως εν δυνάμει επικίνδυνες… αποτελεί “βέλτιστη πρακτική της ΕΕ” και για τις ερωτήσεις στο Ευρωκοινοβούλιο. “Φιλότιμη” η προσπάθεια της ΕΕ και των οργάνων της να επικαλεστούν επίσης ότι η ερώτηση αφορά εθνικό ζήτημα κι όχι την ΕΕ αλλά δεν πείθει… Άλλωστε πώς είναι δυνατόν αυτό να ισχύει όταν θεωρούν ως πρόβλημα ακριβώς την ίδια παράγραφο που τεκμηριώνει ότι ο νόμος αποτελεί προϊόν της ίδιας της αντιδραστικής στρατηγικής της ΕΕ;» διερωτάται η ΕΟ του ΚΚΕ.
“Επιβεβαιώνει το περιεχόμενη της ερώτησης “
Τονίζει, επίσης, ότι «στις νουθεσίες του Ευρωκοινοβουλίου να “μαλακώσουν” (soften) οι διατυπώσεις της ερώτησης προκειμένου να την κάνουν αποδεκτή οι υπηρεσίες του, η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ ξεκαθαρίζει ότι η ερώτηση της δεν ανακαλείται. Άλλωστε ήδη “απαντήθηκε” από την ΕΕ και το περιεχόμενό της επιβεβαιώνεται μέχρι κεραίας από την ίδια την ένοχη ενόχληση των ευρωενωσιακών επιτελείων».
Η ερώτηση
Η ερώτηση που κατέθεσαν οι ευρωβουλευτές του ΚΚΕ έχει ως εξής:
«Ερώτηση προτεραιότητας με αίτημα γραπτής απάντησης P-003975/2020 προς την Επιτροπή
Αρθρο 138 του Κανονισμού
Κώστας Παπαδάκης, Λευτέρης Νικολάου-Αλαβάνος
Θέμα: Νομοσχέδιο – έκτρωμα της κυβέρνησης της ΝΔ για τις διαδηλώσεις
Με το νομοσχέδιο κρατικής τρομοκρατίας, αυταρχισμού και καταστολής της κυβέρνησης της ΝΔ για τις διαδηλώσεις τίθεται υπό απαγόρευση και περιορισμό κάθε κινητοποίηση. Πρόκειται για κλιμάκωση της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων που είχε εξαπολύσει και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Βασικό πυρήνα του νομοσχέδιου αποτελεί η ευρωενωσιακή στρατηγική για τη λεγόμενη “καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης” με βάση την οποία τσουβαλιάζονται προκλητικά οι κομμουνιστικές, οι ριζοσπαστικές ιδέες και η πάλη του εργατικού λαϊκού κινήματος με τη δράση φασιστικών συμμοριών ή τζιχαντιστικών αποκρουστικών οργανώσεων και με υπαρκτές μορφές βίας όπως η ενδοοικογενειακή και η ενδοσχολική βία. Στοχεύει σε όποιον συγκρούεται με τη δικτατορία του κεφαλαίου και στην ποινικοποίηση των αγώνων, αλλά και της δράσης των κομμουνιστών. Αυτή είναι άλλωστε και η επίσημη πολιτική της ΕΕ.
Επιδιώκεται η περαιτέρω ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης με την αναγωγή σε ιδιώνυμο της συμμετοχής σε διαδήλωση που έχει απαγορευτεί, αλλά και με την ευθύνη του “οργανωτή” δημόσιας συνάθροισης σε αποζημίωση.
Πώς τοποθετείται η Επιτροπή:
1. Στο αίτημα να αποσυρθεί άμεσα το νομοσχέδιο-τερατούργημα της κυβέρνησης της ΝΔ που επιδιώκει τη συκοφάντηση και ποινικοποίηση των λαϊκών διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων;
2. Στο ότι ΕΕ και κυβερνήσεις, με το νομοθετικό πλαίσιό τους για τις διαδηλώσεις εντείνουν την καταστολή σε βάρος του εργατικού λαϊκού κινήματος και περιστέλλουν κατακτημένα με αγώνες δικαιώματα προκειμένου να μπουν εμπόδια στην οργάνωση της πάλης των εργαζομένων ενάντια στην αντεργατική αντιλαϊκή επίθεση;».