Με ορατό, πλέον, τον κίνδυνο η χώρα να βρεθεί «εκτός ελέγχου», την κυβέρνηση να έχει περιέλθει σε καθεστώς σχεδόν πλήρους απομόνωσης από τους εταίρους και τους εκπροσώπους των πιστωτών να ζητούν μέτρα και μεταρρυθμίσεις που υπερβαίνουν τις αντοχές του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας καλείται τις επόμενες ώρες και ημέρες να λάβει καθοριστικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες που αναφέρει δημοσίευμα της Καθημερινής της Κυριακής, η επόμενη «σκηνή» του ελληνικού δράματος θα παιχθεί, πιθανότατα, σε μια νέα συνάντηση του κ. Αλ. Τσίπρα με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, στην οποία μπορεί να είναι παρόντες και άλλοι κορυφαίοι παράγοντες, όπως ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ακόμη και πριν από τη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, την προσεχή Τετάρτη.
Στο ενδεχόμενο πραγματοποίησης της συνάντησης, κατά τις ανωτέρω πηγές, αναφέρθηκε η ίδια η κ. Μέρκελ κατά την τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της περασμένης Πέμπτης.
Η Γερμανίδα καγκελάριος φέρεται να υπογράμμισε στον πρωθυπουργό ότι τα χρονικά περιθώρια για συμφωνία εξαντλούνται, καθώς εάν αποφασιστεί η παράταση του ελληνικού προγράμματος που εκπνέει στις 30 Ιουνίου, οι όποιες αποφάσεις θα πρέπει να έχουν ληφθεί μέχρι τις 14 Ιουνίου, αλλιώς καθίσταται προβληματική η επικύρωσή τους από το γερμανικό Κοινοβούλιο.
Σημειώνεται ότι το ενδεχόμενο νέας «συνάντησης κορυφής» με τη συμμετοχή του κ. Τσίπρα δεν απέκλειαν γερμανικές κυβερνητικές πηγές, παρότι πρόσθεταν πως επί του παρόντος δεν έχει προγραμματιστεί.
Ομως, προκειμένου να επέλθει συμβιβασμός της Αθήνας με τους εταίρους θα πρέπει να ξεπεραστεί το διπλό αδιέξοδο που κατεγράφη στη συνάντηση Τσίπρα – Γιουνκέρ – Ντάισελμπλουμ την περασμένη Τετάρτη στις Βρυξέλλες. Εκεί, η Αθήνα βρέθηκε:
Πρώτον, αντιμέτωπη με ένα «πακέτο» συμφωνίας που υπερβαίνει όλες τις «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κατέδειξε η βίαιη αντίδραση όχι μόνον των προερχομένων από την Αριστερή Πλατφόρμα κ. Π. Λαφαζάνη και Δημ. Στρατούλη, αλλά ακόμη και υπουργών που έχουν σχέσεις πολιτικής ταύτισης με τον πρωθυπουργό, όπως οι κ. Ν. Βούτσης και Π. Σκουρλέτης.
Δεύτερον, έγινε πλήρως αντιληπτό ότι ακόμη και αν η Αθήνα αποδεχθεί ένα συμβιβασμό στην παρούσα φάση και ψηφίσει τα επώδυνα μέτρα, η χρηματοδοτική «ανάσα» που θα της δοθεί θα είναι περιορισμένη. Οπως λέγεται, με την επίκληση ότι λόγω του κλίματος που έχει διαμορφωθεί στα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια, δεν είναι δυνατόν να «περάσει» μια απόφαση για νέα χρηματοδότηση προς την Ελλάδα, οι εταίροι επί της ουσίας προτείνουν στην Αθήνα να δοθούν υφιστάμενα κονδύλια –από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών και τα 11 δισ. που υπήρχαν στο ΤΧΣ για τυχόν ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών και άλλες πηγές– και οι συζητήσεις για το νέο πρόγραμμα και νέο δάνειο να μετατεθούν για τις αρχές φθινοπώρου ή ακόμη και για τον επόμενο Μάρτιο, με το επιχείρημα ότι ενδεχομένως τότε η χώρα θα μπορεί να επιστρέψει στις αγορές.
Με άλλα λόγια, μετά και την «αστοχία» στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου που oδήγησε την κυβέρνηση σε παράταση του υφιστάμενου προγράμματος χωρίς, όμως, χρηματοδότηση, ο κ. Τσίπρας κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στον ίδιο «κλοιό»: να ψηφίσει, δηλαδή, τώρα ένα εξαιρετικά επώδυνο πακέτο μέτρων και σε μερικούς μήνες να βρεθεί απέναντι στο δίλημμα να διαπραγματευθεί ένα νέο με αντάλλαγμα πρόσθετο δάνειο ή να αντιμετωπίσει και πάλι κλείσιμο της στρόφιγγας της ρευστότητας αντίστοιχο του υφισταμένου.
Το διπλό αδιέξοδο ενώπιον του οποίου βρέθηκε ο πρωθυπουργός εξηγεί εν πολλοίς και τις μάλλον σπασμωδικές και υψηλού ρίσκου αντιδράσεις που ακολούθησαν.
Ενώ είχε συμφωνηθεί να υπάρξει προχθές νέα συνάντηση των κ. Τσίπρα, Γιουνκέρ και Ντάισελμπλουμ, προκειμένου να μορφοποιηθεί ένα σχέδιο συμφωνίας με βάση τα κείμενα των δύο πλευρών, αυτή αναβλήθηκε ουσιαστικά επ’ αόριστον. Επίσης, παρά τις διαβεβαιώσεις της Αθήνας ότι η δόση της Παρασκευής προς το ΔΝΤ επρόκειτο να καταβληθεί κανονικά, αίφνης υποβλήθηκε αίτημα προς την κ. Κριστίν Λαγκάρντ όλες οι υποδόσεις του Ιουνίου να συγχωνευθούν και να αποπληρωθούν στο τέλος του μήνα.
Με την τακτική της κλιμάκωσης που επιλέγει η κυβέρνηση είναι προφανές ότι «παίζει με τη φωτιά». Ομως, συνομιλητές του κ. Τσίπρα αναφέρουν πως ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να αποδεχθεί ένα συμβιβασμό έστω στο παρά ένα, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Ειδικότερα, η Αθήνα φέρεται έτοιμη να προβεί σε υποχωρήσεις στο δημοσιονομικό σκέλος και ειδικότερα στον ΦΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν άμεσες και μεγάλες επιβαρύνσεις στο μέτωπο των συντάξεων και ακραία μέτρα, όπως η κατάργηση του ΕΚΑΣ. Επίσης, θεωρεί κρίσιμο να υπάρχει σαφές πλαίσιο για τη χρηματοδότηση της χώρας, ώστε να μη βρεθεί το φθινόπωρο σε αντίστοιχη στενωπό, αλλά και κάποιο ορατό σήμα ότι η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που εκκρεμεί από το 2012.
Εν μέσω του εκρηκτικού κλίματος που έχει διαμορφωθεί εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο έχουν έλθει σενάρια πρόωρων εκλογών, τα οποία τροφοδοτούν, εξάλλου, με δηλώσεις τους κορυφαίοι υπουργοί και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, χωρίς συμφωνία ή έστω πρόπλασμα συμφωνίας, δηλαδή σε ένα περιβάλλον ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ενωση, η προσφυγή στις κάλπες θα ήταν, όπως ομολογούν σταθεροί του συνομιλητές, μια κίνηση εξαιρετικά υψηλού ρίσκου, που ο κ. Τσίπρας θα ήθελε να αποφύγει.
Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής