Ο κ. Δραγασάκης “άνοιξε” τις εργασίες του διήμερου αναπτυξιακού συνεδρίου Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης στην Κομοτηνή. Πρόσέθεσε ωστόσο ότι, όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει και ο πρωθυπουργός, δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό.
«Αντίθετα, τώρα που ο κύκλος των μνημονίων φτάνει στο τέλος του, οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος και βεβαίως οι δικές μας ευθύνες ως κυβέρνηση, γίνονται μεγαλύτερες.
Πρώτον, διότι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το τέλος των μνημονίων θα είναι οριστικό, «καθαρό», χωρίς νέα προαπαιτούμενα. Δεύτερον, γιατί η έξοδος από τα μνημόνια και τη σκληρή επιτροπεία μας θέτει το καθήκον να σχεδιάσουμε έγκαιρα τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Και στο κέντρο αυτού του σχεδιασμού είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας».
Ο κ. Δραγασάκης παρατήρησε ότι «δεν αρκεί η μεγέθυνση της υπάρχουσας οικονομίας, αλλά πρέπει να έχουμε ως στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου υποδείγματος δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης, με βάση το οποίο να διεκδικήσουμε μια αναβαθμισμένη θέση της οικονομίας μας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, που στην εποχή μας αλλάζει με τρόπο ανατρεπτικό. Να δημιουργήσουμε μια δίκαιη και αλληλέγγυα κοινωνία ισότιμων πολιτών».
Επεσήμανε ότι η κρίση που βιώνουμε δεν ήταν μόνο δημοσιονομική, ήταν μια κρίση του παραγωγικού υποδείγματος και του συστήματος εξουσίας που το στήριζε, ενός πελατειακού, κρατικοδίαιτου και εν πολλοίς «παρασιτικού καπιταλισμού». Και για αυτόν τον λόγο υπογράμμισε πως «η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να είναι ο παρωχημένος νεοφιλελευθερισμός, ούτε μπορούμε να εναποθέσουμε την ανάπτυξη της χώρας στους αυτοματισμούς των αγορών. Μια ανάπτυξη χωρίς σχέδιο και κοινωνικές δεσμεύσεις δεν είναι εφικτή. Και αν υπάρξει, θα είναι μη διατηρήσιμη και καταστροφική για την κοινωνία και το περιβάλλον», προέβλεψε.
“Η ανάπτυξη πρέπει να έρθει μαζί με τον σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων”
Στο σημείο αυτό ο κ. Δραγασάκης υπογράμμισε ότι «η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας δεν μπορεί να στηριχθεί στα συντρίμμια της εργασίας, αλλά στην αυξημένη απασχόληση, τις ποιοτικές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, σε ένα περιβάλλον σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων».
Μίλησε για ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης το οποίο δεν σημαίνει να αφήνουμε τις τάσεις αποβιομηχάνισης και συρρίκνωσης της πρωτογενούς παραγωγής να συνεχίζονται, όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα, και σημείωσε: «Πρέπει να αντιστρέψουμε τις τάσεις αυτές, έτσι ώστε το ειδικό βάρος της μεταποίησης και της πρωτογενούς παραγωγής στο εθνικό εισόδημα να αυξηθεί σημαντικά. Και είναι σημαντικό που τέτοιες τάσεις αντιστροφής βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και δυναμώνουν.
Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να διπλασιάσουμε τα επόμενα χρόνια το ποσοστό της μεταποίησης στο ΑΕΠ από το 8-9% που βρίσκεται σήμερα, αρχικά στο 15% και στη συνέχεια στο 20%. Παράλληλα, πρέπει να συνδέσουμε τον πρωτογενή τομέα με τη μεταποίηση αλλά και τους δύο αυτούς τομείς με τον τουρισμό, προκειμένου μεγάλο μέρος της τουριστικής κατανάλωσης να καλύπτεται από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα».
“Περνάμε σε μια νέα φάση ανάπτυξης της βιομηχανίας”
Εκανε λόγο για για μια νέα φάση ανάπτυξης της βιομηχανίας και επισήμανε: «Ορισμένοι θεωρούν ότι το ζήτημα της βιομηχανίας και της εκβιομηχάνισης είναι υπόθεση του περασμένου αιώνα. Μιλούν για μεταβιομηχανική εποχή και για οικονομίες των υπηρεσιών. Κάνουν λάθος. Μπερδεύουν τη μορφή με το περιεχόμενο των συντελούμενων διαδικασιών. Όχι μόνο δεν έχει τελειώσει η σημασία της βιομηχανίας, αλλά βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας φάσης ανάπτυξής της.
Νέα υλικά, νέες τεχνολογίες, νέες μέθοδοι παραγωγής, νέες ανάγκες και νέοι τρόποι ικανοποίησής τους συνθέτουν ένα νέο ψηφιακό σύμπαν που βρίσκεται υπό διαμόρφωση και πολλοί αποκαλούν νέο τεχνολογικό κύμα ή 4η βιομηχανική επανάσταση. Πολλές χώρες από τη Γερμανία, τη Γαλλία, ως την Ισπανία, κ.λπ. υπό τον τίτλο «Industry 4.0» επεξεργάζονται σχέδια για την αξιοποίηση των νέων τάσεων”.
Επίσης, είπε ότι «διαψεύδονται απόψεις που θεωρούν την πρωτογενή παραγωγή παρωχημένη και τη μεταποιητική βιομηχανία ανέφικτη. Και σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι σε όλη την Ευρώπη το ζήτημα της βιομηχανίας και της βιομηχανικής πολιτικής έχει αποκτήσει ξανά κεντρική θέση. Ταυτόχρονα, έγκυρες μελέτες δείχνουν ισχυρή τάση αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης για ποιοτικά και πιστοποιημένα προϊόντα αγροδιατροφής κατά τις επόμενες δεκαετίες».
Ο κ. Δραγασάκης αναφέρθηκε στη θέση της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας- Θράκης στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης και σημείωσε πως το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι αποτελεί μια Περιφέρεια που βρίσκεται σε φάση έντονου μετασχηματισμού.
“Αλλάζει κατά τρόπο ριζικό η θέση της στον αναπτυξιακό χάρτη της χώρας και της Ευρώπης. Από μια ακριτική και σχετικά υστερούσα και απομονωμένη Περιφέρεια, μετασχηματίζεται σε «πύλη» της χώρας και της Ευρώπης, σε σημαντικό ενεργειακό και διαμετακομιστικό κόμβο διεθνούς σημασίας. Η ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού και των κάθετων αξόνων, οι επενδύσεις που σχεδιάζονται στα λιμάνια και τις σιδηροδρομικές γραμμές, η υλοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου και η διασύνδεση του με γειτονικές χώρες, οι προοπτικές για τη μεταφορά υγροποιημένου αερίου και πολλά έργα υποδομών που βρίσκονται στη φάση της εκτέλεσης ή του σχεδιασμού μαρτυρούν την αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της Περιφέρειας».
Οι προωθητικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από αυτόν το μετασχηματισμό της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης είναι το άνοιγμα των βόρειων συνόρων, η ένταξη γειτονικών χωρών στην Ε.Ε, τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα που καθιστούν την Περιφέρεια «σταυροδρόμι» νέων εμπορικών και ενεργειακών δρόμων και δικτύων. Αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες συναντώνται με σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες της περιοχής.
Πρόκειται για μια εξέλιξη στρατηγικής σημασίας και μακροχρόνιας εμβέλειας που υπό όρους και προϋποθέσεις μπορεί να μετατρέψει χαρακτηριστικά της περιοχής, που σε άλλες εποχές και άλλες συνθήκες λογίζονταν ως μειονεκτήματα, σε πλεονεκτήματα, και ο διασυνοριακής χαρακτήρας της περιοχής από παράγοντας περιχαράκωσης και απομόνωσης να γίνει παράγοντας ενδογενούς ανάπτυξης, πολλαπλών διασυνδέσεων και εξωστρέφειας“,
“η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης μπορεί να ενεργειακός και διαμετακομιστικός κόμβος”
Στην συνέχεια ο κ. Δραγασάκης ανέφερε πως «Μπορούμε να πούμε ότι από την άποψη των αντικειμενικών δεδομένων η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης μπορεί να καταστεί όχι μόνο ενεργειακός και διαμετακομιστικός κόμβος, αλλά και σημαντικός περιφερειακός πόλος οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Από την άλλη μεριά η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη είναι μια από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας, με χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον μέσο εθνικό όρο, με χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικά περιορισμένους ανθρώπινους πόρους.
Δεκαετίες λανθασμένων επιλογών είχαν καταδικάσει την περιοχή στην ελλειμματική ανάπτυξη, εάν όχι στην υπανάπτυξη, στην αποβιομηχάνιση, με ανεπαρκείς διασυνδέσεις με την υπόλοιπη χώρα και την Ευρώπη, με κυριαρχία παραδοσιακών και εν πολλοίς παρωχημένων κλάδων έντασης εργασίας και χαμηλής ειδίκευσης. Όποια σχέδια υπήρξαν και όποια κίνητρα δόθηκαν ήταν αποσπασματικά και άστοχα, που αντικειμενικά στήριξαν ένα είδος επιχειρηματικότητας με περιορισμένη κοινωνική ευθύνη και κοινωνική ανταποδοτικότητα».
Μίλησε για την ανάγκη αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων της περιοχής και υπογράμμισε: «Μελέτες που έχουν γίνει αλλά και εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ότι η Περιφέρεια μπορεί να γίνει η βάση για ένα σύμπλεγμα δραστηριοτήτων με έμφαση την πρωτογενή παραγωγή και τη μεταποίηση, με παράλληλη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων για ειδικές μορφές τουρισμού. Η Περιφέρεια διαθέτει επίσης σημαντικές ενεργειακές δυνατότητες και κοιτάσματα ορυκτών πρώτων υλών. Η αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων με όρους όμως οικολογικής προστασίας και κοινωνικής αποδοχής, και αυτή είναι μια θεμελιακή συνθήκη, μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και εισόδημα στην περιοχή. Τέλος, η Περιφέρεια, με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο διαθέτει μια ισχυρή επιστημονική βάση που πρέπει να ενισχυθεί και να αξιοποιηθεί για τη διασύνδεση της έρευνας με τη μεταποίηση και την πρωτογενή παραγωγή».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τόνισε ακόμη την ανάγκη, η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη να κάνει μια νέα αρχή, μια δυνατή επανεκκίνηση για να καλυφθεί ο χαμένος χρόνος και να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος, με συντονισμό δυνάμεων, με συνεκτικό σχέδιο, με προοδευτικές δημόσιες πολιτικές και υπογράμμισε: «Αυτά σήμερα μπορούμε να τα εξασφαλίσουμε. Διότι ξεκινούμε με ισχυρή πολιτική βούληση, χωρίς δουλείες προς το παρελθόν ή εξαρτήσεις από κατεστημένα συμφέροντα».
Ο κ. Δραγασάκης αναφέρθηκε στον ρόλο και τη σημασία του αναπτυξιακού συνεδρίου, λέγοντας πως η πιο κρίσιμη απαίτηση είναι η ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στην ανάπτυξη.
Μίλησε για την ανάγκη της ανοιχτής διαβούλευσης, σημειώνοντας ότι «ιδιαίτερα στην περιοχή της Θράκης ο διάλογος, η ανοιχτή διαβούλευση και η βάση της ισονομίας είναι όρος συνοχής αλλά και προόδου της περιοχής». Και εξέφρασε τη συμφωνία του με την επισήμανση που έκαναν οι τέσσερις Μητροπολίτες της περιοχής, με κοινή δήλωσή τους, ότι «οπωσδήποτε είναι “λυτρωτικό” να διαβουλευόμαστε δημόσια, με τη γλώσσα της “αλήθειας που ελευθερώνει”, προκειμένου ο λαός μας να μην αισθάνεται “μοιραίος κι άβουλος” θεατής αποφάσεων, που υποπτεύεται ότι λαμβάνονται για την περιοχή μας “ερήμην του”».