Δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει πόσο του λείπει η επί 60 χρόνια σύντροφος της ζωής του Μαρίκα. Θυμάται πως ήταν... γλωσσού, πως εκνεύριζε τον Καραμανλή, πως ένα βράδυ είχε βαφτίσει πέντε (!) παιδιά ή σε ένα βράδυ είχε τηγανίσει 40 κομμάτια βακαλάο με σκορδαλιά.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν δίστασε να μιλήσει για την προσωπική του ζωή, για τα παιδιά και τα εγγόνια του, φυσικά για τη Μαρίκα του, για στιγμές μακριά από την πολιτική. Η συνέντευξη “ποταμός” που παραχώρησε από το σπίτι του στα Χανιά στην Σταυρούλα Παναγιωτάκη για την Athens Voice αποδεικνύει πως στα 98 του χρόνια και παρά τα κινητικά προβλήματα ή τα προβλήματα ακοής που αντιμετωπίζει, δεν τον επηρεάζουν όσο άλλους συνομίλικούς του.
Φυσικά, δεν λείπει η αναφορά στον Αλέξη Τσίπρα και τη σημερινή κυβέρνηση, στον Κυριάκο Μητσοτάκη που πλέον είναι πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και στην δική του κυβέρνηση που έπεσε «ίσως πρόωρα εφήρμοσε τη σωστή πολιτική». Παραδέχεται πως το βράδυ της 21ης Απριλίου τον συνέλαβαν με κόκκινες πυτζάμες, αποκαλύπτει πως τον Λεωνίδα Κύρκο τον είχαν συλλάβει με το… εσώρουχο και αποκαλύπτει τον διάλογο που είχε στη φυλακή με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Λέει επίσης ότι η Ελλάδα χρειάζεται ευρωπαϊκή κυβέρνηση και δυο τετραετίες για να σωθεί και πως η εικόνα της σημερινής Βουλής «με στενοχωρεί».
Ο Στέλιος Νικηφοράκης, πρώην βουλευτής Χανίων και στενός φίλος της οικογένειας Μητσοτάκη αποκαλύπτει πως όταν τον Μάιο του 2012 πέθανε η Μαρίκα «για ένα διάστημα ήταν έτοιμος να γυρίσει το διακόπτη στο off, αλλά εκεί πέσανε παιδιά και εγγόνια επάνω του. (…) δεν υπάρχει μέρα που να μην τη σκέφτεται. Κάθε φορά που κατεβαίνει στα Χανιά πάει κατ’ ευθείαν στο τάφο της και αφήνει λουλούδια. Και πάλι όταν φεύγει κάνει την ίδια στάση».
«Έχω χάσει τη γυναίκα μου, το οποίο ήταν μεγάλο πλήγμα, δεν το ξεπέρασα, αλλά έχω πολλά παιδιά, εγγόνια, μία πολύ μεγάλη οικογένεια και αυτό είναι μια πολύ μεγάλη απασχόληση. Πηγαίνω στο γραφείο μου σχεδόν καθημερινά, για μερικές ώρες, όχι πολλές», λέει περιγράφοντας την καθημερινότητά του.
«Είναι πολύ δυσάρεστο, είναι πάρα πολύ δυσάρεστο και πάρα πολύ βαρύ. Είναι μεγάλη η απώλεια αυτή, με συνοδεύει. Ο σύντροφος, η σύζυγος δηλαδή στην περίπτωσή μου, σου γεμίζει τη ζωή ολόκληρη, είναι δίπλα σου διαρκώς. Όταν είσαι μόνος, όπως είμαι εγώ τώρα, έχω φυσικά παιδιά, εγγόνια, φίλους, ό,τι θέλεις, αλλά ορισμένες ώρες νιώθεις και είσαι μόνος. Νιώθεις την απουσία ενός ανθρώπου που σε καταλαβαίνει, που σε αγαπά, που μοιράζεσαι μαζί του τις στενοχώριες σου και τις χαρές σου.
(…) Νομίζω ότι περάσαμε καλά. Ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, η Μαρίκα είχε πολλή ζωή, πληθωρική, περίσσευμα αγάπης προσέφερε. Πολλή εξυπνάδα και προπαντός απόλυτη ειλικρίνεια, δεν χάριζε σε κανέναν κάστανα».
Τι είχε η Μαρίκα που δεν είχε εκείνος; Ένστικτο. Πολλάκις τo εμπιστεύτηκα και πολλές φορές που δεν το ακολούθησα, το μετανόησα. (…) Τη γνώρισα μεγάλος και παντρεύτηκα μεγάλος, αν δεν γνώριζα τη Μαρίκα ίσως δεν θα παντρευόμουν.
(…) (Στο Παρίσι) Καλούσε η Μαρίκα τα βράδια. Πολλές φορές και πολύ κόσμο, Έλληνες κυρίως, με τους Γάλλους δεν είχαμε πολλές σχέσεις. Έψηνε τεράστιες ποσότητες, μια φορά ενθυμούμαι είχε τηγανίσει σαράντα κομμάτια βακαλάο με σκορδαλιά.
Το έκανα για να αποκτήσουμε δεσμό. Η κουμπαριά στην Κρήτη εξακολουθεί να μετρά. Ακόμα και σήμερα. Όταν σου ζητά ο άλλος να του βαφτίσεις το παιδί ή να τον παντρέψεις, δύσκολα λες όχι. Στις εκλογές επάνω πολλές φορές σου ζητούσαν να βαφτίσεις παιδιά και βάφτιζα εγώ, βάφτιζε η Μαρίκα. Η Μαρίκα, λοιπόν, θυμάμαι ένα βράδυ βάφτισε πέντε (!) παιδιά.
Έφυγα παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, υπό δραματικές συνθήκες και επικίνδυνες, με πολύ μεγάλο κίνδυνο – δεν τον λογάριασα εκείνη την ώρα. Διέσχισα το Αιγαίο με ένα μικρό κρις κραφτ 10 μέτρων που είχε δύο βενζινομηχανές εκ των οποίων η μία χαλασμένη και με φοβερό μελτέμι. Μαζί μου είχα κι ένα φίλο Ιταλογιουγκοσλάβο υποτίθεται για καπετάνιο, αλλά στην πορεία αποδείχτηκε πως μέχρι κι εγώ, που ήμουνα παντελώς άσχετος, ήξερα περισσότερα για τη θάλασσα. Τέλος πάντων έφθασα κακήν κακώς στο Τσεσμέ. Από εκεί έστειλα ένα τηλεγράφημα στον αδελφό μου τον Χαράλαμπο, συνθηματικό, είχαμε συμφωνήσει τι θα του πω, τρεις λέξεις, να μάθουν ότι έφθασα, ότι επέζησα. Πήρα ένα ταξί και πήγα στη Σμύρνη.
Από τη Σμύρνη, τηλεφώνησα στον υπουργό των Εξωτερικών της Τουρκίας, φίλο μου, τον Τσαγλαγιανγκίλ, τον οποίον είχα προηγουμένως προϊδεάσει ότι θα κοιτάξω να φύγω μέσω Τουρκίας. Βρήκα το διευθυντή του γραφείου του, είπα ότι είμαι στην Τουρκία και ζητώ δικαίωμα διόδου και απόλυτη μυστικότητα. Οι Τούρκοι αμέσως το φρόντισαν. Δεν είχε περάσει μισή ώρα και ο αρχηγός της αστυνομίας της Σμύρνης παρουσιάστηκε και ετέθη στην υπηρεσία μου.
Εντωμεταξύ όμως, δεν ξέρω πώς, ίσως και από λάθος δικό μου, κυκλοφόρησε η φήμη ότι βρίσκομαι εκεί και άρχισε η καταδίωξη των Τούρκων δημοσιογράφων, οι οποίοι είναι φοβεροί, πολύ χειρότεροι από τους Έλληνες, πέφτουν σαν τα μελίσσια. Τέλος πάντων με διάφορα κόλπα κατάφερα να τους ξεφύγω και να μπω στο αεροπλάνο για να πάω στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί να ταξιδέψω για Παρίσι. Η οικογένειά μου ήρθε ένα χρόνο μετά. Είχε τεθεί υπό κατ’ οίκον κράτηση στη Γλυφάδα και δεν έδιναν διαβατήριο στη Μαρίκα. Επικοινωνούσαμε με το τηλέφωνο και με γράμματα και όταν τελικά πήρε το πολυπόθητο διαβατήριο δεν περίμενε ούτε μέρα, πήρε το πρώτο πλοίο που βρήκε μπροστά της, ένα εβραϊκό, και κατέφθασαν στη Βενετία όπου τους παρέλαβα εγώ.
(…) Γιατί πήρε το αυτοκίνητό μας, ένα παλιό Mercedes που μας άφησε χρόνους στο Παρίσι, έβαλε μέσα τα 4 παιδιά μας, τη Γερμανίδα νταντά, και τις βαλίτσες. Ο Κυριάκος, που τον είχα αφήσει 5 μηνών, ήτανε 1,5 έτους. Τον είχανε δέσει μάλιστα με ένα λουρί, ενθυμούμαι, γιατί περπατούσε αλλά ήτανε ακόμα πολύ μικρός. Μπήκαμε όλοι μέσα στο αυτοκίνητο και φθάσαμε, μέσω Ελβετίας, στο Παρίσι οδικώς. (…) Μου έκανε πολύ καλό η περίοδος της εξορίας, ξέρεις γιατί; Γιατί εγνώρισα την οικογένειά μου, για πρώτη φορά πλησίασα τα παιδιά και τους μίλησα. Μέχρι τότε ζούσα πραγματικά σε τρέλα, ήταν και δύσκολες οι εποχές του ανένδοτου αγώνα, η 15η Ιουλίου κ.λπ., και ξαφνικά εκεί ήταν ήρεμη η ατμόσφαιρα, η οικογενειακή ζωή ήταν αρμονική.
Στο Παρίσι όμως πρώτα απ’ όλα έγινα ψωνιστής εγώ ο ίδιος. Έμαθα να ψωνίζω κρέας, έμαθα τα κρασιά. Ψώνιζα μαζί με τη Μαρίκα, πηγαίναμε στη λαϊκή αγορά, παίρναμε το αυτοκίνητό μας και το γεμίζαμε. (…) Είχα βρει ένα συνεταιρισμό που πουλούσε κρέας και πήγαινα σε αυτόν. Εγώ επίσης ως Έλληνας άφηνα pourboire, το οποίο στη Γαλλία είναι απηγορευμένο είδος και με περιποιούνταν πάντοτε. Αγόραζα το κρέας μου και μία ημέρα μου λέει ο υπάλληλος, «θα έχετε εστιατόριο βέβαια». «Όχι» του λέω «δεν έχω εστιατόριο, έχω μεγάλη οικογένεια».
(…) Όταν η εγγονή μου η Αλεξία σπούδαζε στο Παρίσι και τύχαινε να βρίσκομαι εκεί την έπαιρνα και πηγαίναμε να ψωνίσουμε κρέας από το δικό της χασάπη. Αγόραζα και τότε ποσότητες, είχα μανία να ψωνίζω κρέας, και όταν έφευγα ρωτούσαν την Αλεξία «ο κύριος παππούς σας πότε θα ξανάρθει;». Ένα γαλλικό φαγητό που έχω σε πολύ εκτίμηση είναι το βραστό το βοδινό το οποίο απαιτεί κομμάτια από ειδικό μέρος του ζώου: χρησιμοποιείς jarret de veau και plat de côtes. Αγόραζα λοιπόν κι εγώ από το Παρίσι και το έπαιρνα μαζί μου στα Χανιά, στην Αθήνα πολλές φορές, για να κάνουμε ένα ωραίο γαλλικό βραστό.
(Στο Παρίσι) ήμουν δίπλα στον Καραμανλή και γενικός του επιτελάρχης. Πλησίασα τότε τον Καραμανλή, πιστεύω, για πολύ καιρό. Γνώρισα και την ανθρώπινη πλευρά και τα χούγια του. Σ’ ένα μάλιστα συμπίπταμε. Εγώ συνηθίζω πάντα να κόβω τη μέρα μου στη μέση και να κάνω μια σιέστα. Ε, οι μόνοι άνθρωποι στο Παρίσι που κοιμόντανε το μεσημέρι ήμουνα εγώ και ο Καραμανλής. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Τον Κυριάκο και την Ντόρα. Με τη Μαρίκα δεν τα πήγαινε καλά, γιατί η Μαρίκα είναι γλωσσού, δεν του χάριζε και ο Καραμανλής ήταν δύσκολος. Αλλά ερχόταν πολύ συχνά στο σπίτι μας να φάει. Του άρεσαν πολύ οι χορτόπιτες και το αγαπημένο του γλυκό ήταν ο μπαμπάς με το ρούμι. Έπινε μόνο κόκκινο κρασί, ακόμα και με το ψάρι, προς μεγάλη απελπισία των Γάλλων σομελιέ. Κάναμε και εκδρομές, πήγαμε μαζί στη Νορμανδία.
Όταν ήρθε ο αστυνομικός να με συλλάβει στο σπίτι μας ήμουνα ξυπόλυτος με κάτι κόκκινες πιτζάμες και δεν με άφησε να ντυθώ. Αλλά επειδή είχα κάποια εμπειρία άρπαξα την τελευταία στιγμή ένα παντελόνι το οποίο είχε μέσα και μερικά χρήματα κι έτσι ήμουν προνομιούχος στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδί που μας πήγανε, είχα τουλάχιστον ένα παντελόνι να βάλω. Οι υπόλοιποι, και εννοώ όλη την πολιτική ηγεσία της εποχής, δεν πρόλαβαν. Ο Λεωνίδας ο Κύρκος παρουσιάστηκε με το βρακάκι του κι ένα μικρό κασκορσέ σαν παλαιστής. Μ’ άλλα λόγια εκείνη την ημέρα, πέραν του εθνικού μας δράματος, είδαμε και πώς κοιμόταν ο καθένας μας τα βράδια. (…)
Εμένα με πήγαν από τη μεριά όπου είχαν πάει και τον Γεώργιο Παπανδρέου. Απέναντι ήταν ο Ράλλης, ο Παπαληγούρας, ο Ανδρέας ο Παπανδρέου. Εγώ δεν βρέθηκα στον ίδιο χώρο με τον Ανδρέα. Ήμουν παρέα όμως με τον Λεωνίδα τον Κύρκο, με τον Γλέζο και αρκετούς άλλους αριστερούς. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήρθε στο τέλος. Αλλά αυτόν τον έφεραν ντυμένο, ήταν και πυρέσσων, είχε μία μικρή γριπούλα και τον πρόσεξαν.
Πήγαινε μπροστά με το παλτό και το καπέλο και από πίσω ένας λοχίας τού κρατούσε το βαλιτσάκι με τα φάρμακα. Πλησίασε, είχα να μιλήσω με τον Παπανδρέου δύο χρόνια, τον πλησίασα πρώτος, τον χαιρέτησα και του λέω, «κύριε Πρόεδρε, καλώς ορίσατε, αλλά όπως βλέπετε εμείς οι προδότες προηγήθημεν!». Γύρισε αλλού τα μούτρα του και προχώρησε. Τον έφεραν και τον έβαλαν λοξά απέναντί μου, είχαμε τα στρατιωτικά κρεβάτια με τα τρίποδα τότε και ξάπλωσε. Δίπλα του ήταν ο Παυσανίας Κατσώτας (Στρατηγός, βουλευτής).
(…) Ο Γέρος μόλις ξάπλωσε, όπως ήταν φλύαρος, γύρεψε παρέα για να μιλήσει. Γύρισε λοιπόν στον Παυσανία και του λέει, «κι εμείς, Παυσανία, που ανησυχούσαμε μήπως δεν μας κάνει καλό καιρό την Κυριακή στη Θεσσαλονίκη», επρόκειτο να κατέβει με άσπρο άλογο ο Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη την Κυριακή. Ο Παυσανίας όμως μούγκριζε, δεν είχε κέφι για κουβέντα, και τότε γύρισε ο Γέρος σε εμένα και πιάσαμε την κουβέντα και σε δέκα λεπτά ήμασταν σαν να μην είχαμε χωρίσει ποτέ. Η ώρα περνούσε, είχα βολευτεί κάπως, είχα φορέσει και το παντελόνι μου και λένε οι υπόλοιποι «ας κοιμηθούμε λιγάκι, αν μπορούμε». Πού να κοιμηθείς όμως; Τότε εγώ πρότεινα «βρε παιδιά, δεν παίζουμε καμιά πρεφίτσα, ποιος παίζει πρέφα;». Βρέθηκε ο Παυσανίας μαζί με το γιο του και παίξαμε οι τρεις μας ως τις 6 το πρωί την πρώτη πρέφα στο Κέντρο Τεθωρακισμένων.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δηλώνει… τελείως ανίδεος από τη νέα τεχνολογία. «Έχω ένα κινητό τηλέφωνο το οποίο δεν λειτουργεί ποτέ, διότι το έχω μυστικό, έχει απόκρυψη. Όταν πάρω τον Κυριάκο, ας πούμε, δεν το σηκώνει ποτέ διότι δεν βλέπει ποιος τηλεφωνεί και έτσι το τηλέφωνό μου υπάρχει κάπου στο σπίτι, λειτουργεί μία φορά την ημέρα ή μία φορά κάθε δύο ημέρες. Δεν έχω πάρει ούτε έχω στείλει ποτέ μηνύματα, είμαι τελείως άγευστος από τη σύγχρονη τεχνολογία. Τη θαυμάζω βέβαια ιδιαίτερα και πιστεύω και λέω ότι το ίντερνετ είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου μετά τον Γουτεμβέργιο. Άλλαξε τον τρόπο της επικοινωνίας, άλλαξε την πολιτική τελείως και εκ βάθρων. Γι’ αυτό συμφώνησα και υποστήριξα τη σελίδα μου στο Facebook. (…) Νομίζω ότι στην εκλογή του Κυριάκου ως αρχηγού της Ν.Δ. το διαδίκτυο υπήρξε αποφασιστικό.
Μοιραία, η κουβέντα πήγε και στα πολιτικά. Ο πρώην πρωθυπουργός θεωρεί πως η κυβέρνηση Τσίπρα «θα είναι η χειρότερη μνημονιακή κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος και δεν θα μας βγάλει από κανένα τέλμα. Διά τον απλούστατο λόγο ότι δεν πιστεύει στην πολιτική την οποίαν ασκεί υπό πίεση. Όταν ένα κόμμα, ένας πρωθυπουργός, ένας πολιτικός αρχηγός, βγαίνει και λέει στο λαό ότι αποφασίζω αυτό αλλά είναι λάθος και το κάνω μόνο και μόνο γιατί οι κακοί ξένοι με εκβιάζουν, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσει την πολιτική αυτή. Η πολιτική του μνημονίου ήταν σε μεγάλο της μέρος σωστή, είχε πολλά λάθη αλλά είχε και σωστά, όμως δεν εφαρμόστηκε τίποτα.
Την ώρα που ιδιωτικοποιούν το λιμάνι π.χ., υπογράφει ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός, οι αρμόδιοι υπουργοί διαφωνούν και το λένε δημόσια. Τραγέλαφος και αθλιότητα. Το αποτέλεσμα είναι πως ο κόσμος τρελαίνεται, δεν ξέρει τι να πιστέψει. Ενώ αν αντιθέτως από την αρχή έλεγαν οι ελληνικές κυβερνήσεις την αλήθεια, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Και η αλήθεια είναι πάρα πολύ απλή, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάς πρέπει να ζει με το εισόδημα που έχει. Δεν υπάρχει κανείς ο οποίος θα μας χαρίσει λεφτά, ούτε μπορούμε να δανειζόμαστε για να ζούμε καλύτερα. Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικοί στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, διότι αλλιώς, όταν δεν έχουμε εισόδημα, το βιοτικό επίπεδο θα πέφτει και κανείς δεν πρόκειται να μας βοηθήσει. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει πρώτα να πετύχουμε δημοσιονομική ισορροπία και δεύτερον να κάνουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα μας επιτρέψουν να ξεφύγουμε.
Θα παραμερίσουμε διάφορες διαδικασίες, δημόσια διοίκηση, γραφειοκρατίες και προνόμια τα οποία παίρνουν διάφορες ειδικές ομάδες και θα μπορέσουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Αυτό βέβαια απαιτεί θυσίες. Ενώ θα έπρεπε να πούμε στον ελληνικό λαό ότι αυτές τις κάνουμε για το καλό μας, τώρα λέμε ότι τις θυσίες μάς τις επιβάλλουν οι κακοί ξένοι και δημιουργείται ένα αδιέξοδο.
(…) Κανένα κόμμα δεν ετόλμησε να μιλήσει φανερά, μετά τη δική μου κυβέρνηση η οποία έπεσε, διότι ίσως πρόωρα εφήρμοσε τη σωστή πολιτική. Όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν έγιναν μνημονιακά, λέγοντας ότι το κάνουμε αυτό όχι γιατί είναι το σωστό, όχι διότι το θέλουμε, αλλά επειδή μας το επιβάλλουν.
(Μπορούμε να βγούμε από αυτό το φαύλο κύκλο; η ερώτηση) Ναι, μπορούμε, αν σχηματιστεί μία κυβέρνηση ευρωπαϊκή. Οι ευρωπαϊστές σήμερα έχουν πλειοψηφίες και στο λαό και στη Βουλή. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει μία κυβέρνηση που να περιλαμβάνει τους ευρωπαϊστές, τους μεταρρυθμιστές, μία κυβέρνηση που να έχει το θάρρος να πει την αλήθεια –αυτό συμβαίνει με τον Κυριάκο τώρα– να πει στους Έλληνες ότι αυτά κύριοι είναι, αν δεν μεγαλώσει η πίτα δεν πρόκειται να πάρετε περισσότερο.
Τι βάζετε κόκκινες γραμμές; Χωρίς λεφτά κόκκινες γραμμές δεν υπάρχουν. Να δει ο κόσμος, να μάθει, γιατί η αλήθεια είναι πως και ο λαός έχει εν μέρει τη δική του ευθύνη που είναι πολύ-πολύ μικρότερη. (…) Η Ελλάς θα σωθεί μόνο εάν γίνουν εκλογές και έρθει συγκυβέρνηση με τα ευρωπαϊκά κόμματα.
Ο κόσμος διψά για το καινούργιο. Είδες ότι ο Κυριάκος πήρε την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ενώ ξεκίνησε outsider. Τα μικρά κόμματα, τα φιλοευρωπαϊκά, δηλαδή το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και οι Κεντρώοι, ο Λεβέντης, δεν ξέρω αν θα επιβιώσουν στις επόμενες εκλογές, αλλά και αν επιβιώσουν, η Νέα Δημοκρατία που θα έχει την πλειοψηφία θα πρέπει να συνεργαστεί μαζί τους, με όλα τα ευρωπαϊκά κόμματα, και να εφαρμόσει μία πολιτική κοινής αποδοχής. Δύο τετραετίες χρειάζονται για να επανέλθει η Ελλάς στην ομαλότητα.
«Ένιωσα και νιώθω ικανοποίηση. Λυπούμαι μόνο που δεν πρόλαβε να τον δει και η Μαρίκα. Ενεθάρρυνα τον Κυριάκο να υποβάλει υποψηφιότητα. Νόμιζα εξαρχής ότι θα κάνει καλή παρουσία, είχα και ελπίδες ότι μπορεί να εκλεγεί, αλλά όχι μεγάλες. Στην πορεία επέδειξε πολλές ικανότητες, πήγε πολύ καλά», λέει και δεν κρύβει πως το αποτέλεσμα τον εξέπληξε! «Λιγάκι, ναι. Αλλά έκανε αυτό το οποίον έπρεπε να κάνει. Ο Κυριάκος παραμέρισε το παλιό αποφασιστικά, παραμέρισε τις προκαταλήψεις, είπε την αλήθεια και μέχρι τώρα, δόξα τω Θεώ, η πολιτική του πάει καλά».
Πηγή: Athens Voice