Το κείμενο της ερώτησης, που υπογράφουν οι βουλευτές, Γ. Κασαπίδης, Γ. Γιακουμάτος, Γ. Μαρτίνου, Κ. Παπακώστα, Κ. Σκρέκας, Θ. Δαβάκης, Σ. Αναστασιάδης, Χ. Μπουκώρος, Γ. Βαγιωνάς, Σ. Γιαννάκης, Θ. Καράογλου, Β. Μπασιάκος, Ε. Ράπτη, Ν. Νικολόπουλος (ανεξάρτητος, επικεφαλής Χριστιανοδημοκρατών), Κ. Βλάσης, Δ. Κυριαζίδης, Κ. Κατσαφάδος, Δ. Καμμένος (ΑΝΕΛ), αναφέρει πως το «τάμα του Έθνους» είναι η υπόσχεση που είχε δώσει το 1829 η Εθνοσυνέλευση του Άργους σχετικά με την ανέγερση ναού του «Σωτήρος Χριστού» στην Αθήνα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στο Θεό για την βοήθειά του στην επιτυχία της Επανάστασης.
Ρωτούν μάλιστα αν η κυβέρνηση προτίθεται να ικανοποιήσει το αίτημα παραχώρησης αντίστοιχης με τις ανάγκες του έργου έκτασης σε κατάλληλη περιοχή, σύμφωνα με το αίτημα των πολιτών και του φορέα που εγκρίνουν το θέμα και αναρωτιούνται αν και κατά πόσο υπάρχει άλλος προγραμματισμός και συγκεκριμένο σχέδιο για την υλοποίηση του έργου.
Μεταξύ άλλων, τονίζεται πως “Η εκπλήρωση του Τάματος του Έθνους και των Ηρώων του Έθνους για την ανέγερση μεγαλοπρεπούς Ιερού Ναού του Σωτήρος Χριστού συνεχίζει να αποτελεί ηθική και συμβατική υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας.
Αρωγός είναι και η Εκκλησία της Ελλάδας ενώ σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ιδρύματος Προασπίσεως Ηθικών και Πνευματικών Αξιών κ. Αναγνωστόπουλο το κόστος του έργου θα καλυφθεί εξ ολοκλήρου από δωρεές επώνυμων και ανώνυμων Ελλήνων και φιλελλήνων πολιτών, οι οποίοι έχουν εκδηλώσει αποδεδειγμένα την επιθυμία αυτή.
Επειδή η ηθική αυτή υποχρέωση των Ελλήνων και του κράτους προς τους Ήρωες της Επαναστάσεως του 1821 παραμένει ανεκπλήρωτη εδώ και 188 έτη,
Επειδή για την έναρξη των εργασιών απαιτείται η παραχώρηση εκ νέου αντίστοιχης έκτασης σε κατάλληλη τοποθεσία (Πεδίο του Άρεως όπου ήδη έχει πραγματοποιηθεί ό θεμέλιος λίθος, ξέφωτα του Ζαππείου ή του Εθνικού Κήπου, Αττικό Άλσος, Τουρκοβούνια, ή αλλού) για την εκπλήρωση του Τάματος του Έθνους”.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1968, ο Παπαδόπουλος εξήγγειλε την ανέγερση ενός μνημειώδους Ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια – ως εκπλήρωση, υποτίθεται, της σχετικής υπόσχεσης της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του 1829 προς τον Θεό σε περίπτωση απελευθέρωσης της Ελλάδας. Σύμφωνα, άλλωστε, με τη χουντική προπαγάνδα, η «επανάστασις» της 21ης Απριλίου 1967 δεν ήταν παρά η άμεση συνέχεια -και ολοκλήρωση- του 1821.
Το έργο εγκρίθηκε στις 5.1.1969 σε κοινή συνεδρίαση υπουργικού συμβουλίου και αρχιεπισκόπου. Για την επίβλεψή του συστήθηκε τον Μάιο μια «Ανώτατη Επιτροπή» με πρόεδρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γ. Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, τους υπουργούς Εσωτερικών Στ. Παττακό, Συντονισμού Ν. Μακαρέζο, Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, Δημ. Εργων Κ. Παπαδημητρίου και τον υφυπουργό Προεδρίας Κ. Βοβολίνη. Ενα δεύτερο σώμα, το «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο», αποτελούνταν από τον πρόεδρο της Ακαδημίας, τους πρυτάνεις του Πανεπιστημίου και του ΕΜΠ, τον δήμαρχο Αθηναίων, τον γενικό διευθυντή Αρχαιοτήτων και τον κοσμήτορα της Αρχιτεκτονικής. Στο εγχείρημα μετείχε, με άλλα λόγια, σύμπασα η ανώτατη πολιτική και πνευματική ηγεσία του καθεστώτος.
Για το είδος της προπαγάνδας που συνόδευσε την εξαγγελία, αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από την «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» (3.6.1973): «Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ενός μεν υλοποιεί την υπόσχεσιν που έδωσε το Εθνος προς τον Θεό, και αφ’ ετέρου θ’ αποτελέση, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό».
Η επιστημονική κοινότητα των 1.857 ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν φάνηκε πάντως να δείχνει τον ίδιο ενθουσιασμό. Τρεις διαδοχικοί διαγωνισμοί «προσχεδίων» και «ιδεών» μεταξύ 1970 και 1973 κατέληξαν σε φιάσκο: παρά τα τεράστια «βραβεία» που τους συνόδευαν (από 300.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές, όταν ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα ήταν γύρω στις 4.000 δραχμές), οι προτάσεις που υποβλήθηκαν ήταν αντίστοχια 7, 35 και 31. Τελικά και οι τρεις διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι -μάλλον δίκαια, αν κρίνουμε από τις μακέτες που δημοσιεύθηκαν μεταδικτατορικά στο «Αντί» (30.11.1974). Ακόμα κι έτσι, 3.650.000 δρχ. διανεμήθηκαν σε ελάσσονες «επαίνους».
Απείρως μεγαλύτερη τέχνη επιδείχθηκε στη διασπάθιση των χρημάτων.
Τον Ιούνιο του 1969 ανακοινώθηκε η σύσταση «Ειδικού Ταμείου» για την οικονομική διαχείριση του «τάματος». Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό του που δημοσιεύθηκε μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου («Εστία», 19.1.1974), το «Ταμείο» εισέπραξε συνολικά 453.300.000 δρχ.: 45,5 εκατομμύρια ως επιχορήγηση απ’ τον τακτικό προϋπολογισμό, 180 εκατομμύρια από «δωρεές, εισφορές κ.λπ.» και 230 εκατομμύρια σε δάνεια. Ενα μέρος των «εισφορών» ήταν επίσης δημόσιο χρήμα (η Αγροτική Τράπεζα «πρόσφερε» π.χ. 10 εκατομμύρια), ενώ το υπόλοιπο προήλθε από το υστέρημα του φιλοχρίστου και φιλοθεάμονος κοινού – όπως ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος που θυσίασε στο «Τάμα» ολόκληρο το εφάπαξ του (109.455 δρχ.), εισπράττοντας «τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού διά του υπουργού Προεδρίας» («Τα Νέα», 31.12.1968).
Σύμφωνα ωστόσο με τον ίδιο απολογισμό, το 90% των εσόδων είχε ήδη καταναλωθεί σε απαλλοτριώσεις, «δαπάνες μελετών», προπαρασκευαστικά έργα και «δαπάνες διοικήσεως και λειτουργίας»!
«Φαίνεται ότι ο Ναός του Σωτήρος, που πρόκειται να ανεγερθή πάνω στα Τουρκοβούνια, θα είναι απ’ τους πιο θαυματουργούς στη χώρα μας», σχολίαζαν τις επόμενες μέρες τα «Τα Νέα» (26.1.1974). «Γιατί, πριν ακόμα κτισθή, πριν καν γίνουν τα σχέδια για την κατασκευή του, δαπανήθηκαν -λες από θαύμα- τα 406 εκατομμύρια δραχμές από τα 453 εκατομμύρια που είχαν τελικά συγκεντρωθεί. Πάντως κι οι πιο ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιο αυτό ποσόν για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο. […] Αφού λεφτά δεν υπάρχουν πια, αφού ούτε καν τα σχέδια του ναού δεν έχουν γίνει ακόμη, η υπόθεση αυτή θα πρέπει να λήξη εδώ και όλοι θα φροντίσουμε να ξεχασθή».
Με πληροφορίες από The caller