Από τη σύνοδο κορυφής ξεσηκώθηκε ένα νέο περήφανο εθνικό κύμα διεκδικήσεων. Πως θα ισχύσει και για την Ελλάδα η χρηματοδότηση τραπεζών χωρίς να επιβαρύνει το χρέος.
Ο κ. Τσίπρας, μιλώντας περισσότερα σαν ο παλαιός κύριος 4.67% και καθόλου σαν αρχηγός αξιωματικής αντιπολίτευσης υπέδειξε μάλιστα πως η τρόικα δεν έχει λόγο καν να ξεπεζέψει στην Αθήνα εάν αυτό το δίκαιο αίτημα δεν ικανοποιηθεί.
Φταίει ο Τσίπρας;
Όχι μόνο. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε λίγο πιο χοντροκομμένα ότι βιαστικά προέταξε ο πρόεδρος κ. Παπούλιας και συνέχισαν άλλοι πολιτικάντηδες, πολλοί δημοσιογράφοι και Μέσα.
Ένας διαγκωνισμός για το ποιος θα πει πιο δυνατά, με στεντόρεια φωνή πως τα περίπου 50 δις των τραπεζών πρέπει να αφαιρεθούν αύριο, μεθαύριο από το δημόσιο χρέος.
Το θέμα δεν είναι ανύπαρκτο ούτε ασήμαντο. Όντως υπό προϋποθέσεις αρκετές, ενδέχεται να συζητηθεί σε ένα περίπου χρόνο και για την Ελλάδα. Σε ένα χρόνο τουλάχιστον! Γιατί ουρλιάζουν σήμερα;
Μα γιατί το νέο είναι χαρμόσυνο, γιατί πολλοί πολιτικοί πιστεύουν πως δουλειά τους είναι να είναι δημοφιλείς και πολλοί δημοσιογράφοι θεωρούν πως η τέρψη του κοινού εξασφαλίζει την επιτυχία τους.
Αυτές οι νοοτροπίες μας έχουν στοιχίσει πολλά και θα ήταν ελπιδοφόρο να τις ξεπεράσουμε.
Είναι το κλασσικό “η μπάλα στην εξέδρα”.
Το νέο “αίτημα” μεταθέτει και πάλι τη συζήτηση από όσα η Ελλάδα πρέπει να κάνει στο κράτος, τις αποκρατικοποιήσεις, το κλείσιμο οργανισμών, το άνοιγμα επαγγελμάτων.
Το μεταθέτει σε ένα νέο συμψηφισμό αερολογίας περί ίσης μεταχείρισης και του τι είναι δίκαιο: “αφού τα χαρίζουν στους Ισπανούς γιατί όχι και σε μας που μας τσάκισαν για δυο χρόνια; Δεν είναι δίκαιο! “.
Αφού λοιπόν η αδικία πάλι μας πνίγει γιατί εμείς να ασχοληθούμε με το τι θα έπρεπε από μόνοι μας , χωρίς τρόικες και μνημόνια να κάνουμε;
Φταίνε τελικά ακόμη μια φορά οι ξένοι κι εμείς μπορούμε τώρα ηθικά επιβεβαιωμένοι να συνεχίσουμε τις φοροδιαφυγές μας. Και να καταγγέλλουμε ή να ζητάμε την απαγόρευση εισόδου της τρόικα στη χώρα!
Με την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών εκτός δημοσίου χρέους τα θέματα είναι πολλά, τεχνικά, οικονομικά και πολιτικά.
Στις συνόδους κορυφής καταλήγουν σε συγκερασμό πολιτικών προθέσεων. Από εκεί έως την εφαρμογή μεσολαβούν πολλά και ουσιώδη που συνήθως αλλάζουν ριζικά τις αρχικές εντυπώσεις.
Γιατί το ζητούμενο είναι η λειτουργικότητα των αποφάσεων των συνόδων!
Ποιος τελικά θα πληρώσει τον λογαριασμό, αυτά τα λεφτά που θα πάρουν οι τράπεζες;
Ποιος έστω θα τα εγγυηθεί;
Η ανακοίνωση της συνόδου πολύ προσεκτικά δεν λέει κουβέντα επί του θέματος.
Πότε και με ποιες διαδικασίες οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα περάσουν από την εποπτεία των εθνικών κεντρικών τραπεζών (πχ. Τράπεζα της Ελλάδος, Bundesbank ) στην παντεποπτεία της ΕΚΤ;
Θα το δεχθούν; Όχι οι ελληνικές αλλά οι γερμανικές ή οι φινλανδικές; Με ποια ανταλλάγματα ποιες διαπραγματεύσεις;
Τι εγγυήσεις θα δίνουν σε αντάλλαγμα οι τράπεζες που θα χρηματοδοτούνται; Ομόλογα, μετοχές, τελικά θα παραμένουν ιδιωτικές ή θα περιέρχονται σε κάποιο καθεστώς Ευρωπαϊκής “κρατικοποίησης”;
Μερικά από τα παραπάνω ερωτήματα θα γίνει προσπάθεια να απαντηθούν στις 9 Ιουλίου στην έκτακτη σύνοδο.
Ήδη πάντως, Φινλανδία και Ολλανδία, δήλωσαν πως θα μπλοκάρουν κάθε προσπάθεια του Ταμείου Σταθερότητας να αγοράζει ομόλογα στην δευτερογενή αγορά.
Η τραπεζική ενοποίηση λοιπόν και η εγγύηση των καταθέσεων είναι απολύτως αναγκαίες, αλλά σύνθετες πολιτικές που σημαίνουν εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας και έχουν κόστος σημαντικό.
Είναι επίσης σαφές πως χρειάζεται αρκετός χρόνος για να αρχίσει η βήμα προς βήμα υλοποίησή τους. Στη διαδρομή αυτή, όπως πάντα στην Ευρώπη, σημεία θα τροποποιηθούν, συγκρούσεις θα υπάρξουν, σολομώντειες λύσεις θα βρεθούν.
Στο μεσοδιάστημα αντί η Ελλάδα αφρόνως να κόπτεται περί ίσης μεταχείρισης σε κάτι που δεν υπάρχει ακόμη, μακάρι να φροντίσει να προχωρήσει στα υπαρκτά προβλήματα που την κρατούν μαγκωμένη και αδρανή.
Η δημαγωγία και η φυγή προς τα εμπρός είναι ανεκτές πολιτικές, όταν δεν έχεις χρεοκοπήσει και όταν το 70% του πληθυσμού σου δεν βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας!
Είναι απελπιστικό, με αυτές τις δραματικές συνθήκες κύριο αντικείμενο δημόσιου ενδιαφέροντος να είναι το “ακόμη δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμε”.