Οι Financial Times εξηγούν το παράδοξο με τους Έλληνες να ψηφίζουν στο δημοψήφισμα ενάντια στο Μνημόνιο και ταυτόχρονα να δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι θέλουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ, όταν ακόμα και το 66% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπέρ του ευρώ.
Το 2010, την χρονιά της πρώτης διάσωσης των €110 δισ., πολλοί Έλληνες καταλάβαιναν ότι το κράτος και οι πολίτες ζούσαν για δεκαετίες πέρα από τα όρια τους.
Το φάρμακο της λιτότητας και των οικονομικών μεταρρυθμίσεων θα ήταν πικρό, αλλά έπρεπε να το καταπιούν. Η πρωταρχική ανάγκη, όπως και για τις προηγούμενες γενιές, ήταν η παραμονή στον δρόμο του εκσυγχρονισμού και της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Καθώς ανακαλύπτω την Αθήνα, το αίσθημα που επικρατεί τώρα είναι διαφορετικό. Η εξάντληση και η απόγνωση έχουν αντικαταστήσει την αυτοκριτική. Υπάρχει μεγάλη δυσφορία που τα πέντε χρόνια χορήγησης του φαρμάκου δεν έφεραν τίποτα άλλο πέρα από μαζική ανεργία, χρεοκοπία επιχειρήσεων, ένα μαραμένο κοινωνικό κράτος και εθνική ταπείνωση.
Ωστόσο η επιθυμία για μια σύγχρονη Ελλάδα που θα αξιώνει την θέση της στην Ευρώπη, είναι η ίδια όπως και το 2010.
Αυτό εξηγεί το πρωτοφανές παράδοξο οι Έλληνες να ψηφίζουν στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ενάντια στους όρους του μνημονίου και ταυτόχρονα να δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι θέλουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Ακόμα και το 66% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπέρ του ευρώ.
Εξηγεί επίσης και ένα φαινομενικό παράδοξο για τον Αλέξη Τσίπρα, τον ριζοσπαστικό αριστερό πρωθυπουργό και ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ. Την περασμένη εβδομάδα κατάφερε να πείσει το κοινοβούλιο να στηρίξει μεταρρυθμίσεις για το συνταξιοδοτικό και τον ΦΠΑ για να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση €86 δισ., η τρίτη από το 2010. Την ίδια στιγμή, δήλωνε ότι «εκβιάστηκε» να αποδεχτεί τους όρους και ότι δεν πιστεύει σε αυτούς.
Η αμφίσημη στάση του προκαλεί αμφιβολίες στις πρωτεύουσες της ευρωζώνης για το αν η κυβέρνηση του, ακόμα και μετά από έναν ανασχηματισμό που απομάκρυνε τους αντάρτες υπουργούς, είναι άξια εμπιστοσύνης για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Γιατί, ρωτάνε, η Ελλάδα φαίνεται να θέλει να έχει πάντα και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο ;
Θέλω να κάνω δύο παρατηρήσεις. Η μία αφορά την σχέση μίσους-αγάπης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Δύση, ένα πολύπλοκο σύνολο συμπεριφορών που φτάνει πίσω στον πόλεμο του 1821 για την ελληνική ανεξαρτησία. Η άλλη αφορά πως η Αθήνα και οι πιστωτές της έχουν μεταχειριστεί ή κακομεταχειριστεί την κρίση. Και οι δύο παρατηρήσεις σχετίζονται με το αν το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, όπως είναι τώρα σχεδιασμένο, θα πετύχει.
Για τους Έλληνες, η Δύση είναι μια κοινότητα ανεπτυγμένων οικονομιών και δημοκρατιών προς την οποία κατευθύνονταν για δύο αιώνες και στην οποία κατάφεραν να γίνουν πλήρες μέλος όταν εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τον προκάτοχο της Ε.Ε., το 1981 και στην ευρωζώνη το 2001. Η σύγχρονη Ελλάδα χρωστάει την ανεξαρτησία εν μέρει στην στήριξη των Βρετανών και στις ΗΠΑ χρωστάει την απίστευτα καλή τύχη να είναι το μόνο Βαλκανικό κράτος που δεν παραδόθηκε στον κουμμουνισμό μετά το 1945.
Αλλά οι Έλληνες βλέπουν την Δύση και ως μια ομάδα πιο ισχυρών κρατών που ορισμένες φορές εκβιάζουν την χώρα, χρησιμοποιώντας πολιτική, οικονομική και ακόμα και στρατιωτική πίεση. Καμία λίστα των δυτικών παρεμβάσεων στην Ελλάδα δεν είναι ολοκληρωμένη αν δεν περιλαμβάνει και την επιτροπή των πιστωτών που συγκροτήθηκε το 1898 για να ελέγξει τα δημόσια οικονομικά της χώρας, μετά την χρεοκοπία του 1893.
Μετά ήρθε η γερμανική κατοχή το 1941-44, που ακολουθήθηκε από μια μακροχρόνια μεταπολεμική επιρροή των ΗΠΑ, με αποκορύφωμα στην χούντα των συνταγματαρχών που κατέλαβε την εξουσία το 1967. Όλα αυτά τα τραύματα υποτίθεται ότι θα ξεθώριαζαν με την Ελλάδα μέλος της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, που δηλώνουν ότι ενστερνίζονται ένα πνεύμα ενότητας και ίσης μεταχείρισης.
Αντίθετα, η οικονομική κατάρρευση ενίσχυσε τον διχασμό της Ελλάδας απέναντι στην Δύση. Οι πιστωτές είναι ταυτόχρονα και απελευθερωτές και καταπιεστές. Διαθέτουν την ισχύ να βγάλουν την Ελλάδα από την κόλαση στην οποία βρίσκεται. Μπορούν επίσης να την κάνουν να βράζει εκεί επ’ άπειρον.
Υπογράφοντας μεταρρυθμίσεις που έχουν υπαγορευτεί από την Δύση και την ίδια ώρα δυσανασχετώντας για τις επιπτώσεις τους, ο κ. Τσίπρας ακολουθεί ένα μονοπάτι που χάραξαν οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010, αν και χρησιμοποιεί πιο επιθετικό λεξιλόγιο.
Για να καταλάβει κανείς γιατί οι Έλληνες και οι ηγέτες του έχουν μια αμφίθυμη στάση απέναντι στις απαιτήσεις των δανειστών, πρέπει να δούμε πέρα από τα εθνικά στερεότυπα. Πρέπει να λάβουμε υπόψη πως 200 χρόνια συνδιαλλαγής της Ελλάδας με την Δύση έχουν αφήσει πίσω βήματα πολύτιμης προόδου και οδυνηρών οπισθοδρομήσεων, δεσμεύσεων που επιβραβεύθηκαν και άλλων που προδόθηκαν.
Είναι επίσης σαφές πως μεγάλο ρόλο παίζουν και σύγχρονοι παράγοντες. Μια μεταρρύθμιση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, αποτελούν σημαντικό κομμάτι των διασώσεων. Οι πιστωτές είναι δικαιολογημένα ενοχλημένοι με το ότι καμία κυβέρνηση, σίγουρα όχι αυτή του κ. Τσίπρα, δεν διέλυσε τον σύνδεσμο ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και την ευνοιοκρατία του δημόσιου τομέα που καλλιεργήθηκε την δεκαετία του 1980 από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόγραμμα του 2010 είχε πολλά λάθη. Αντί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη, βούτηξε την Ελλάδα σε μια ύφεση τόσο σφοδρή, που οποιαδήποτε κυβέρνηση θα είχε δυσκολευτεί να τηρήσει τις προβλεπόμενες μεταρρυθμίσεις.
Είναι βέβαιο, ότι η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, πιο ανοιχτές αγορές αγαθών και ένα πιο σύγχρονο κράτος που δεν θα υποτάσσεται στα εγκατεστημένα συμφέροντα.
Αλλά η οικονομία της διψάει επίσης για ρευστότητα, για τραπεζικά δάνεια προς τις επιχειρήσεις και για επενδύσεις που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, θα προωθήσουν την ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας, την προώθηση της ανάπτυξης και τον περιορισμό της κοινωνικής κρίσης.
Αν και καθυστερημένα, η ελάφρυνση χρέους είναι στον ορίζοντα (με την μορφή μιας επιμήκυνσης των ωριμάνσεων και πιο γενναιόδωρων χρονοδιαγραμμάτων αποπληρωμής αντί για μια διαγραφή).
Αλλά ο κίνδυνος είναι ότι η λαβωμένη ελληνική κοινωνία δεν έχει πλέον τις αντοχές για μεταρρυθμίσεις. Τα μέτρα που προωθούν την ανάπτυξη και ρίχνουν φως στο τέλος του τούνελ είναι κρίσιμα. Διαφορετικά το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης θα αποτύχει και οι σχέσεις της Ελλάδας με την Δύσει θα δοκιμαστούν από αλληλοκατηγορίες και έλλειψη κατανόησης.
Πηγή Euro2day