Με συνέντευξή του ο Γ. Παπανδρέου τοποθετείται για τη συμφωνία των Πρεσπών και τον κίνδυνο διχασμού.
Την άποψη που είχε διατυπώσει τον Ιούνιο του 2018 στο Πολιτικό Συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής, επαναλαμβάνει -σύμφωνα με το ΑΠΕ- ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου σε συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών Σαββατοκύριακο».
Ο Γιώργος Παπανδρέου -πάντα κατά το ΑΠΕ- κλήθηκε να απαντήσει στην εξής ερώτηση του Δημήτρη Κουκλουμπέρη: «Μέσα στον μήνα, η Βουλή θα κληθεί να αποφασίσει για την τύχη της Συμφωνίας των Πρεσπών. Με δήλωσή σας τον Ιούνιο του 2018 την είχατε χαρακτηρίσει μια ισορροπημένη συμφωνία, συμπληρώνοντας ότι η συγκυρία αποτελεί πραγματική ευκαιρία. Τι πιστεύετε; Θα κερδίσει η χώρα αυτή την ευκαιρία με την έγκρισή της από το ελληνικό Κοινοβούλιο ή θα την κλωτσήσουμε ίσως για πάντα;»
Ο Γιώργος Παπανδρέου μεταξύ άλλων απαντά: «..Όπως είπατε, η γνώμη μου για τη συγκεκριμένη συμφωνία είναι γνωστή, την έχω διατυπώσει πολύ καθαρά εδώ και μήνες στο Πολιτικό Συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής.. Η πρώτη έγνοια μας θα έπρεπε να είναι η αποφυγή ενός διχασμού γύρω από ένα θέμα εξωτερικής πολιτικής, σε αυτή την περίπτωση το Μακεδονικό. Εργαλειοποίηση ενός δύσκολου ζητήματος, υπό το πρίσμα της προώθησης κομματικών συμφερόντων, έχει υπάρξει και στο παρελθόν, με καταστροφικές επιπτώσεις για τον ελληνικό λαό και τη χώρα. Αν πορευτούμε προς τις εκλογές σε ένα κλίμα διχασμού και αλληλοκατηγοριών για το ποιοι είναι πατριώτες και ποιοι μειοδότες θα είναι καταστροφή», τονίζει ο κ. Παπανδρέου.
Υπενθυμίζεται πως στις 15 Ιουνίου του 2018, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε χαρακτηρίσει την προτεινόμενη συμφωνία ως “αφετηρία” και “πραγματική ευκαιρία” επειδή στα Σκόπια υπάρχει η μετριοπαθής και φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση Ζάεφ, ενώ επεσήμαινε πως “στην Ελληνική Κοινωνία, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, υπάρχει μεγάλη ευαισθησία για ειδικές παραμέτρους του θέματος και πολλοί αναρωτιούνται αν υπάρχει ακόμα δυνατότητα να βελτιωθούν τα προβλεπόμενα για την εθνότητα και τη γλώσσα“.
Ο κ. Παπανδρέου είχε κατηγορήσει τόσο την κυβέρνηση, επειδή “διαπραγματεύεται μόνη της, δεν προσπαθεί έγκαιρα να καλλιεργήσει το απαραίτητο πνεύμα εθνικής συνεννόησης και στο τέλος, θριαμβολογεί χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αυτή η σε γενικές γραμμές ισορροπημένη συμφωνία… θα μπορούσε να ήταν και πολύ καλύτερη, αν είχαμε ενώσει όλοι τις δυνάμεις μας“, αλλά και τη ΝΔ επειδή “πασχίζει να αποφύγει το πολιτικό κόστος απομακρυνόμενη ακόμα κι από τη συμφωνημένη εθνική γραμμή. Μια γραμμή που διαμορφώθηκε με τη συνεννόηση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης το 2008″.